-
1 πτερουσσα
-
2 πτεροεις
См. также в других словарях:
πτεροῦσσα — πτερόεις feathered fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 πτερουσσα
2 πτεροεις
πτεροῦσσα — πτερόεις feathered fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)