Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πτεροφόρας

См. также в других словарях:

  • πτεροφόρας — και πτεροφόρης, ὁ, Α 1. αυτός που έχει φτερά και, ιδίως, ο λειτουργός στην αρχαία Αίγυπτο ο οποίος έφερε στο κεφάλι φτερά γερακιού 2. προσωνυμία στρατιωτικού αξιωματούχου ή στρατιωτικού ταχυδρόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. πτερόν + φόρας (< φέρω), πρβλ. πελτο …   Dictionary of Greek

  • πτεροφόραι — πτεροφόρας wing worn masc nom/voc pl πτεροφόρᾱͅ , πτεροφόρας wing worn masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτεροφόρ' — πτεροφόρα , πτεροφόρας wing worn masc voc sg πτεροφόρα , πτεροφόρας wing worn masc nom sg (epic) πτεροφόραι , πτεροφόρας wing worn masc nom/voc pl πτεροφόρᾱͅ , πτεροφόρας wing worn masc dat sg (attic doric aeolic) πτεροφόρα , πτεροφόρος feathered …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»