-
1 κεντρόφυξ
-
2 κόκκυξ
(-υγος) ο1) анат. копчик; 2) уст. кукушка -
3 πομφόλυξ
(-υγος) ο1) пузырь; 2) волдырь; 3) перен. мыльный пузырь; пустые слова -
4 πρόσφυξ
-
5 τρύξ
-
6 Ιαπυξ
-
7 συζυξ
I- ῠγος ὅ и ἥ1) сотоварищ Plat.2) супруг, супруга Eur.II- υγος adj. соединенный, связанный(ἐπιμέλειαι Isocr.)
-
8 αζυξ
-
9 αντυξ
- ῠγος ἥ1) внешний обод, оправа(ἀσπίδος, σάκεος Hom.)
2) тж. pl. круглые (сзади открытые) перила колесницы(ἄντυγεις αἱ περὴ δίφρον Hom.; μάρπτειν ἡνίας ἀπ΄ ἄντυγος Eur.)
3) тж. pl. кузов колесницы, перен. колесница(ἐξ ἀντύγων ὀλισθεῖν Soph.; ἄ. Νυκτός Theocr.)
4) (тж. ἄ. οὐρανίη и ἄ. οὐρανοῦ Anth.) небесный свод HH.5) муз. корпус или кобылка, подставка под струныχορδᾶν ἀ. Eur. = λύρα
-
10 διζυξ
- ῠγος adj.1) запряженный в пареδίζυγες ἵπποι Hom. — пароконная запряжка
2) двойнойδ. ἤπειρος Anth. — два (оба) материка, т.е. Европа и Африка
-
11 διωρυξ
δ. κρυπτή Her. — потайной подземный ход
-
12 ελαχυπτερυξ
-
13 επηλυξ
-
14 ερνυξ
-
15 ετεροζυξ
-
16 ευζυξ
-
17 θραυσαντυξ
- ῠγος adj. ломающий колесаὦ τύχαι θραυσάντυγες ἵππων ἐμῶν! Arph. — о, судьба, сломавшая колеса моей колесницы!
-
18 καταιτυξ
-
19 κοκκυξ
-
20 μελανοζυξ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πολυάντυξ — υγος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που έχει πολλές περιφέρειες, πολλούς κύκλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἄντυξ, υγος (πρβλ. ευ άντυξ, λευκ άντυξ)] … Dictionary of Greek
σιδηροπτέρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α σιδηρόπτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + πτέρυξ, υγος (πρβλ. αἰολο πτέρυξ)] … Dictionary of Greek
σπινθάρυξ — υγος, ἡ, Α σπινθήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. εκφραστικός τ. τού σπινθήρ* με ένθημα αρ και ουρανικό επίθημα υγ ς (πρβλ. μαρμαρ υγ ή, πομφόλ υξ, υγος)] … Dictionary of Greek
τανυπτέρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α τανύπτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + πτέρυξ, υγος (πρβλ. μελανο πτέρυξ) … Dictionary of Greek
υψάντυξ — υγος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που έχει υψηλό τόξο, υψηλή αψίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + ἄντυξ, υγος «κύκλος, τόξο» (πρβλ. εὐ άντυξ)] … Dictionary of Greek
φεψάλυξ — υγος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. φέψαλος* 2. μτφ. ίχνος («ἀλλ οὐδὲ μοιχοῡ καταλέλειπται φεψάλυξ», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φέψαλος + επίθημα υξ, υγος (πρβλ. πομφόλ υξ)] … Dictionary of Greek
φιλόρτυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α αυτός που αγαπά τα ορτύκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὄρτυξ, υγος «ορτύκι»] … Dictionary of Greek
φοινικοπτέρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α (για πτηνό) αυτός που έχει κόκκινες φτερούγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «το πορφυρό χρώμα» + πτέρυξ (< πτέρυξ, υγος), πρβλ. μελανο πτέρυξ] … Dictionary of Greek
χρυσάντυξ — υγος, ὁ, ἡ, Μ (για άρμα) αυτός που έχει χρυσή άντυγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἄντυξ, υγος «κύκλος, περιφέρεια, τροχιά»] … Dictionary of Greek
χρυσοπτέρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Μ χρυσοπτέρυγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πτέρυξ, υγος (πρβλ. λινο πτέρυξ)] … Dictionary of Greek
Στυξ — υγός, η / Στύξ, ΝΑ, και Στύγο Ν μυθ. 1. φοβερός ποταμός που διαρρέει τον Κάτω Κόσμο και τόν συγκρατεί και στού οποίου τα νερά οι θεοί έδιναν απαράβατους όρκους 2. (στον Όμ. και κυρίως στην Οδύσσεια) ο χώρος περιπλάνησης τών σκιών τών νεκρών… … Dictionary of Greek