-
1 πρινιδιον
-
2 πρῑνίδιον
-
3 πρινίδιον
πρῑνίδιον, πρινίδιονneut nom /voc /acc sg -
4 πρινίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρινίδιον
-
5 πρινιδίοις
πρῑνιδίοις, πρινίδιονneut dat pl
См. также в других словарях:
πρινίδιον — πρῑνίδιον , πρινίδιον neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρινίδιον — τὸ, Α υποκορ. τού πρίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῖνος + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. σαν ίδιον)] … Dictionary of Greek
πρινιδίοις — πρῑνιδίοις , πρινίδιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)