-
1 πρῑνίδιον
См. также в других словарях:
πρινίδιον — πρῑνίδιον , πρινίδιον neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρινίδιον — τὸ, Α υποκορ. τού πρίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῖνος + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. σαν ίδιον)] … Dictionary of Greek
πρινιδίοις — πρῑνιδίοις , πρινίδιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)