-
1 πρατ'
πρᾶτα, πρᾶτοςneut nom /voc /acc plπρᾶτε, πρᾶτοςmasc voc sgπρᾶται, πρᾶτοςfem nom /voc plπρᾶτα, πρότεροςbefore: neut nom /voc /acc plπρᾶτε, πρότεροςbefore: masc voc sgπρᾶται, πρότεροςbefore: fem nom /voc pl -
2 πρᾶτ'
πρᾶτα, πρᾶτοςneut nom /voc /acc plπρᾶτε, πρᾶτοςmasc voc sgπρᾶται, πρᾶτοςfem nom /voc plπρᾶτα, πρότεροςbefore: neut nom /voc /acc plπρᾶτε, πρότεροςbefore: masc voc sgπρᾶται, πρότεροςbefore: fem nom /voc pl -
3 πρατήρ
II π. λίθος the stone on which slaves were sold, Poll.3.78. -
4 πρατήριον
A place for selling, market, Hdt.7.23, Aen.Tact.10.14, PTeb. 701 (a).7 (ii B. C.), Plu.2.972d, D.C.59.14 (un-Attic acc. to Moer.p.314 P.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρατήριον
-
5 πράτης
-
6 πρατίας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρατίας
-
7 πρατικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρατικός
-
8 κοέω
A mark, perceive, hear, (prob.);σὺ δ' οὐ κοεῖς Anacr.4.14
;κοεῖν Hellad.
in Phot.Bibl.p.531 B.; ἐκόησεν τοὔνεκεν .. Call.Fr.53, cf. Sch.Ar. Eq. 198: etym. of Κοῖος, Corn.ND17:—also (from [full] κοάω) κοᾷ· ἀκούει, πεύθεται, and ἐκοᾶμες· ἠκούσαμεν, ἐπυθόμεθα, Hsch.; ἔκομεν (sic).. ᾐσθόμεθα, Id. ( κοϝ-, cf. Skt. kavis 'wise', Lat. caveo.) -
9 πρῶτος
Grammatical information: adj.Meaning: `foremost, first' (Il.).Other forms: Dor. Boeot. πρᾶτος.Compounds: As 1. member very productive, e.g. πρωτό-γονος `first-born' (ep. poet. Il.).Derivatives: 1. Superlative πρώτ-ιστα (adv.) `first of all', - ιστος (ep. poet. Il.), Dor. (Thera) πράτιστος `the very first' (Seiler Steigerungsformen 105). 2. πρωτ-εῖον n. `first prize, first rank' (Att.); - ειος `of the first rank'. 3. - εύω `to be first' (Att.) with the backformation πρωτεύς adjunct to λαός (Tim. Pers. 248; cf. Wil. ad loc.). Several shortnames, e.g. Πρωτ-εύς m. Seagod (Od. etc.; Bosshardt 128f.), - τέας, - τίων, Πρατ-ίνας, - ύλος etc. (Bechtel Hist. Personennamen 387). -- On Πρω-τεσί-λαος, - λεως (Il. etc.) s. Risch $ 71 a.Origin: IE [Indo-European] [814] XX [unknown]Etymology: As with the cardinals (cf. οἶος, εἷς and Kretschmer Einl. 10ff.) deviate also with the ordinals, a. even stronger, the expressions for the singular from one another. In Greek πρῶτος, πρᾶτος as innovation joined the sequence τρίτος, τέταρτος etc.; the initial syllable is explained in diff. ways. Most obvious is to compare, πρῶ-, πρᾶ-(τος) with Lith. pìr-mas, Skt. pū́r-va-, Av. paur-va- as representing a zero grade pr̥̄-, i.e. *pr̥H-; the variation πρω-: πρᾱ- can, if not old (Lejeune BSL 29, 117ff.), be explained as partial adaptation to πρό, πρότερος though it is not clear how this would have come about. DELG says that *pr̥H- can give both πρᾱ- and πρω-, but the first requires *pr̥h₂-, the second *pr̥h₃-, so the two cannot come from the same form. A basis *πρό-ατος, for πρῶτος possible, is not possible for πρᾶτος. Schwyzer 361 and 250 w. lit.; s. also on πρῳ̃ ρα and Pisani Ist. Lomb. 77, 563. Older lit. in Bq. Cf. Beekes Development 214f.Page in Frisk: 2,609-610Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πρῶτος
См. также в других словарях:
πρᾶτ' — πρᾶτα , πρᾶτος neut nom/voc/acc pl πρᾶτε , πρᾶτος masc voc sg πρᾶται , πρᾶτος fem nom/voc pl πρᾶτα , πρότερος before neut nom/voc/acc pl πρᾶτε , πρότερος before masc voc sg πρᾶται , πρότερος before fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθρωποθεϊσμός — Όρος που καθιερώθηκε από τον Μ. Πρατ, δηλωτικός της προσπάθειας της έλλογης βούλησης να τείνει σε μια ανώτερη ζωή. Α. είναι η πίστη στο ανθρώπινο ιδανικό ως θείο. Αποστολή του ανθρώπου, κατά τον Πρατ, είναι η επιδίωξή του να τείνει προς τη… … Dictionary of Greek
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
κόμικς — (comics). Σειρές ασπρόμαυρων ή έγχρωμων σκίτσων, που διηγούνται ιστορίες ποικίλου περιεχομένου και είτε δημοσιεύονται σε εφημερίδες και σε περιοδικά –σε συνέχειες ή ως αυτοτελείς ιστορίες– είτε αποτελούν ανεξάρτητες εκδόσεις. Τα σκίτσα είναι… … Dictionary of Greek
Γκότλιμπ, Άντολφ — (Adolph Gottlieb, Νέα Υόρκη 1903 – Νέα Υόρκη 1974). Αμερικανός ζωγράφος. Ο Γ. συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους εκπροσώπους του αφηρημένου εξπρεσιονισμού. Ανήκε στα ιδρυτικά μέλη της ομάδας Δέκα, η οποία δημιουργήθηκε το 1935 με σκοπό τη… … Dictionary of Greek
ισοστασία ή ισοστατική ισορροπία — Οι συνθήκες ισορροπίας των διαφόρων τεμαχίων του φλοιού της Γης και το σύνολο των παραγόντων που την προκαλούν. Σύμφωνα με τη θεωρία του Πρατ –την οποία υιοθέτησε, τροποποιώντας την σε ορισμένα σημεία, ο Άγγλος αστρονόμος Έιρι το 1885 (αργότερα… … Dictionary of Greek
Καρλόφ, Μπόρις — (Boris Karloff, Λονδίνο 1887 – Σάσεξ 1969). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Βρετανού ηθοποιού του θεάτρου και του κινηματογράφου Γουίλιαμ Χένρι Πρατ (William Henry Pratt). Ήταν το νεότερο από τα οκτώ παιδιά ενός διπλωμάτη. Το 1909 μετανάστευσε στον… … Dictionary of Greek
Κνουθ, Ντόναλντ Έρβιν — (Donald Ervin Knuth, Μιλγουόκι, Γουισκόνσιν 1938 –). Αμερικανός μαθηματικός. Το 1963 έλαβε τον διδακτορικό τίτλο του στα μαθηματικά, από το ινστιτούτο τεχνολογίας στην Καλιφόρνια, με τη διατριβή του Πεπερασμένα ημιπεδία και προβολικά επίπεδα.… … Dictionary of Greek