Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πρᾱτ-ήρ

См. также в других словарях:

  • πρᾶτ' — πρᾶτα , πρᾶτος neut nom/voc/acc pl πρᾶτε , πρᾶτος masc voc sg πρᾶται , πρᾶτος fem nom/voc pl πρᾶτα , πρότερος before neut nom/voc/acc pl πρᾶτε , πρότερος before masc voc sg πρᾶται , πρότερος before fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανθρωποθεϊσμός — Όρος που καθιερώθηκε από τον Μ. Πρατ, δηλωτικός της προσπάθειας της έλλογης βούλησης να τείνει σε μια ανώτερη ζωή. Α. είναι η πίστη στο ανθρώπινο ιδανικό ως θείο. Αποστολή του ανθρώπου, κατά τον Πρατ, είναι η επιδίωξή του να τείνει προς τη… …   Dictionary of Greek

  • γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • κόμικς — (comics). Σειρές ασπρόμαυρων ή έγχρωμων σκίτσων, που διηγούνται ιστορίες ποικίλου περιεχομένου και είτε δημοσιεύονται σε εφημερίδες και σε περιοδικά –σε συνέχειες ή ως αυτοτελείς ιστορίες– είτε αποτελούν ανεξάρτητες εκδόσεις. Τα σκίτσα είναι… …   Dictionary of Greek

  • Γκότλιμπ, Άντολφ — (Adolph Gottlieb, Νέα Υόρκη 1903 – Νέα Υόρκη 1974). Αμερικανός ζωγράφος. Ο Γ. συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους εκπροσώπους του αφηρημένου εξπρεσιονισμού. Ανήκε στα ιδρυτικά μέλη της ομάδας Δέκα, η οποία δημιουργήθηκε το 1935 με σκοπό τη… …   Dictionary of Greek

  • ισοστασία ή ισοστατική ισορροπία — Οι συνθήκες ισορροπίας των διαφόρων τεμαχίων του φλοιού της Γης και το σύνολο των παραγόντων που την προκαλούν. Σύμφωνα με τη θεωρία του Πρατ –την οποία υιοθέτησε, τροποποιώντας την σε ορισμένα σημεία, ο Άγγλος αστρονόμος Έιρι το 1885 (αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • Καρλόφ, Μπόρις — (Boris Karloff, Λονδίνο 1887 – Σάσεξ 1969). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Βρετανού ηθοποιού του θεάτρου και του κινηματογράφου Γουίλιαμ Χένρι Πρατ (William Henry Pratt). Ήταν το νεότερο από τα οκτώ παιδιά ενός διπλωμάτη. Το 1909 μετανάστευσε στον… …   Dictionary of Greek

  • Κνουθ, Ντόναλντ Έρβιν — (Donald Ervin Knuth, Μιλγουόκι, Γουισκόνσιν 1938 –). Αμερικανός μαθηματικός. Το 1963 έλαβε τον διδακτορικό τίτλο του στα μαθηματικά, από το ινστιτούτο τεχνολογίας στην Καλιφόρνια, με τη διατριβή του Πεπερασμένα ημιπεδία και προβολικά επίπεδα.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»