-
1 πάς
(παντός), πασά, παν αντων.1) весь;πάς ο λαός — весь народ;
(οί) πάντες все;λέγω την πασαν αλήθεια говорить всю или чистую правду; πάση δυνάμει всеми силами; καταβάλλω πασαν προσπάθειαν прилагать все усилия; всячески стараться; εν πάση σπουδή как можно скорее; 2) всякий, каждый, любой; εν πάση περιπτώσει во всяком случае; εις πασαν περίστασιν в любом случае; πας Έλλην каждый грек, любой грек; πάση θυσία любой ценой; υπό πασαν επιφύλαξιν со всяческими оговорками; διά παν ενδεχόμενον на всякий случай; διά (или εκ) παντός τρόπου всеми, любыми средствами, любым способом; § προ παντός или προ πάντων а) в первую очередь, прежде всего; б) главным образом, особенно; γιά πάντα или διά παντός навсегда; άπαξ διά παντός или μιά γιά πάντα раз и навсегда; τέλος πάντων наконец, в конце концов; τέλος πάντων! ладно, не будем говорить об этом!; τί θέλει αυτός τέλος πάντων; чего же он в конце концов хочет?; σώπα τέλος πάντων замолчи же, наконец; πάσα αρχή δύσκολος посл, лиха беда — нача- ло; αρχή το ήμισυ τού παντός хорошее начало — половина дела; об παντός πλείν εις Κόρινθον погов, не все это могут; не всем это доступно -
2 προπας
πᾱσα, πᾰν [intens. к πᾶς] весь с начала до конца, решительно весь(π. ἦμαρ Hom.; πρόπασα γαῖα Aesch.)
πρόπαντα κακὰ κακῶν Soph. — всевозможнейшие несчастья -
3 ελαυνω
эп.-поэт. тж. ἐλάω (impf. ἤλαυνον - эп. iter. ἐλαύνεσκον, fut. ἐλῶ и ἐλάσω - эп. ἐλόω и ἐλάσσω, aor. ἤλασα - эп. ἔλασ(σ)α, pf. ἐλήλακα; pass.: aor. ἠλάθην - поздн. ἠλάσθην, pf. ἐλήλαμαι, ppf. ἠληλάμην)1) гнать, погонять(ἅρμα καὴ ἵππους Hom.; ταῦρον διὰ τοῦ ἄστεος Plut.; γῆν πρὸ γῆς ἐλαύνεσθαι Aesch.)
τὸν ἵππον ἐ. Her. — ездить верхом на лошади2) угонять, уводить(ἀρίστας βοῶν Hom.; ὅ τι δύναιντο Xen.)
; med. угонять с собой(βόας καὴ μῆλα Hom.; τὰς βοῦς Plat.; λείαν Plut.)
3) изгонять(τινὰ ἐκ δήμου Hom.; τινὰ ἐκ δόμων и ἀφ΄ ἑστίας Aesch.; ἐκ γῆς Soph. и γῆς Eur.; μίασμα Soph. и ἄγος Thuc.)
ἐλαυνόμενος καὴ ὑβριζόμενος Dem. — гонимый и осыпаемый оскорблениями4) ( о корабле) приводить в движение(νῆα Hom.; τὰς ναῦς Arph.; τριήρεις Plat.)
κώπην ἐ. Plut. — грести;πόντον ἐλάταις ἐ. Hom. — плыть на веслах по морю;νηῦς ἐλαυνομένη Hom. — плывущий корабль;οἱ ἐλαύνοντες Hom. — гребцы5) преследовать, терзать, донимать(τινά Hom.)
ἐ. τινὰ κακότητος Hom. — мучить кого-л.;χεὴρ ὀδύνῃσι ἐλήλαται Hom. — рука болит;λοιμὸς ἐλαύνει πόλιν Soph. — мор опустошает город;φοβεῖσθαι, μή τι δαιμόνιον τὰ πράγματα ἐλαύνῃ Dem. — опасаться, как бы некое божество не потрясло государства;λύπῃ πᾶς ἐλήλαται κακῇ Eur. — он удручен тяжелой скорбью6) ударять(τινὰ σκήπτρῳ Hom.)
χθόνα ἤλασε παντὴ μετώπῳ Hom. — он хлопнулся лицом прямо в землю;κιθάραν ἐλαύνων πλήκτρῳ Eur. — бряцая плектром на лире7) вести(στρατόν Pind.; στρατιήν Her.)
8) вонзать(δόρυ διὰ στήθεσσιν Hom.; χαλκὸν ἐν πλευραῖσι Pind.)
ὀϊστὸς ὤμῳ ἐνὴ ἠλήλατο Hom. — стрела впилась в плечо9) поражать, ранить(τινὰ ὦμον φασγάνῳ Hom.; ἐλαύνεσθαι εἰς τὸν μηρόν Luc.)
10) наносить, причинять(τέν οὐλέν ὀδόντι Hom.)
11) вдевать, продевать(τι διὰ μέσου τινός Plat.)
12) устремлять, обрушиватьπνεῦμα σφοδρῶς ἐλαυνόμενον Arst. — сильный взрыв (сжатого) воздуха;
ἐδόκει μήνιμα δαιμόνιον ἐλαύνειν τὰς πόλεις Plut. — казалось, что гнев божества обрушился на города;πνοὰς ἀνέμων ζάλην ἐλαυνόντων Plut. — при бушевании ураганных ветров13) устремлять, направлять(τὸν ἑαυτοῦ ὁδόν Arph.)
14) повышать, доводить15) перен. доводить, приводить(τινὰ εἰς ὀργήν Eur.)
16) проводить, прокапывать(τάφρον Hom.; αὔλακα Hes., Pind.; ἀμπελίδος ὄρχον Arph.)
17) проводить, строить, возводить(τεῖχος Hom.)
σταυροὺς πυκνοὺς καὴ θαμέας ἐλαυνέμεν Hom. — строить частокол;τὸ τεῖχος ἐς τὸν ποταμὸν ἐλήλαται Her. — стена доходит до реки18) проливать(δάκρυ εἰς γαῖαν Eur.)
19) вызывать, возбуждать(κολῳὸν ἔν τισι Hom.)
20) пробуждать(ἀρετάς Pind.)
21) выковывать, ковать(ἀσπίδα χαλκείην Hom.; ἐληλαμένος σίδηρος Plut.)
22) подчинять себе, покорять, захватывать(Ἰωνίαν πᾶσαν Aesch.)
23) устремляться, направляться(ἐπὴ κύματα Hom.)
μάλα σφοδρῶς ἐ. Hom. — спешить изо всех сил24) ехать, путешествовать(νύκτα διὰ δνοφερήν Hom.)
25) вступать, въезжать(ἐς τὸ ἄστυ Her.)
26) врываться, вторгаться(ἐπὴ τέν Ἀττικήν Plut.)
27) обрушиваться, нападать28) доходить, заходить, продвигатьсяἐς πᾶσαν κακότητα ἐλάσαι Her. — совершить всяческие злодеяния;
ἐγγὺς μανιῶν ἐ. Eur. — находиться на грани безумия;ἔξω τοῦ φρονεῖν ἐ. Eur. — сойти с ума;πρόσω ἐλάσαι τῆς πρὸς τοὺς πολεμίους πλεονεξίας Xen. — превзойти врагов в хитрости;οἱ πόρρω ἀεὴ φιλοσοφίας ἐλαύνοντες Plat. — не перестающие заниматься философией;πρὸς τέν νόσον ἐλάσαι Arst. — впасть в болезнь;πόρρω παντάπασιν ἡλικίας ἐληλακώς Plut. — достигший преклонного возраста;ὅ εἰς τοσοῦτον ἤλασεν ἐπιμελείας, ὥστε … Diog.L. — он дошел в своем трудолюбии до того, что …
См. также в других словарях:
πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… … Dictionary of Greek
πρόπας — πασα, παν, Α 1. όλος, ολόκληρος (α. «πρόπαν ἦμαρ», Ομ. Ιλ. β. «πρόπασα χώρα», Αισχύλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) πρόπαν τελείως, ολοσχερώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πᾶς, πᾶσα, πᾶν] … Dictionary of Greek
Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος … Dictionary of Greek
από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… … Dictionary of Greek
φρούδος — α, ο / φροῡδος, ούδη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α μάταιος, ανώφελος, άχρηστος (α. «φρούδες ελπίδες» β. «λόγοι πρὸς αἰθέρα φροῡδοι», Ευρ.) μσν. φρ. «εἰς φροῡδον» σε καταστροφή, σε αφανισμό αρχ. 1. αυτός που έχει εξαφανιστεί, που έχει γίνει άφαντος 2.… … Dictionary of Greek
List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… … Wikipedia
Gaudeamus igitur — (lateinisch für Lasst uns also fröhlich sein!), auch bekannt unter dem Titel De brevitate vitae (lat. für Über die Kürze des Lebens), ist ein Studentenlied mit lateinischem Text und gilt als das berühmteste traditionelle Studentenlied der… … Deutsch Wikipedia
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
Papyrus 49 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 49 … Deutsch Wikipedia
πρόκωπος — η, ο / πρόκωπος, ον, ΝΑ νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο πρόκωπος ναυτ. κωπηλάτης λέμβου ο οποίος κάθεται στην πρώτη από την πλώρη σειρά σέλματος αρχ. 1. αυτός που κρατά ένα ξίφος από τη λαβή 2. έτοιμος, πρόχειρος («ἔχειν πρόκωπον τὴν δεξιάν», Ηρωδιαν.) … Dictionary of Greek
Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… … Dictionary of Greek