-
1 πέλω
πέλω and [full] πέλομαι, only [tense] pres., [tense] impf., and [tense] aor.:—[voice] Act., mostly [ per.] 3sg. πέλει, Il.9.134, Sol. 13.16, Pi.P.4.145 (s.v.l.), A. Ch. 534 ; [ per.] 1sg.A ; [ per.] 2sg.πέλεις Nonn. D.44.193
; [ per.] 3pl.πέλουσι AP7.56
, [dialect] Dor.πέλοντι Pi.O.6.100
: [tense] impf.πέλεν Il.8.64
, Hes. Sc. 164, Ar. Pax 1276 (hex.),ἔπλεν Il. 12.11
,ἔπελεν Pempel.
ap. Stob. 4.25.52 ; rarely in other persons, ἔπελες, πέλες, Pi. O. 1.46, Q. S.3.564 ; [dialect] Aeol. [ per.] 1pl.πέλομες Theoc. 29.27
(s. v. l.) ; imper.πέλε A.
R. 1.304 ; subj. ,πέλῃ Theoc. 28.22
; opt.πέλοι Pi. P. 1.56
, A. Pers. 526, etc. ; inf. , 801, Ch. 304 ; [dialect] Ep. πελέναι (v.l. πελέμεν) Parm. 8.45 ; Part. (lyr.):—more freq. in [voice] Med. in same sense, (lyr.), 199,πέλεται Il.11.392
, Alc.26,49, etc.,πελόμεσθα Theoc. 13.4
,πέλεσθε A.R.2.643
,πέλονται Il. 10.351
, S.Aj. 159 (anap.), Archyt. ap. Stob. 3.1.106 (nisi leg. πέλοντι): [tense] impf. [ per.] 3pl.πέλοντο Il.9.526
: [tense] aor. (always augmented)ἔπλεο 1.418
, etc. ; [var] contr.ἔπλευ 9.54
, etc. ;ἔπλετο 22.116
, Hes. Th. 836, Sapph. Supp. 23.26, Emp. 21.2, B. 1.31 ; [dialect] Ion. Iterat.πελέσκεο Il.22.433
,πελέσκετο Hes. Fr. 14.4
, Antim. Col.3 P. ; imper.πέλευ Il.24.219
,πελέσθω A.
R. 1.1320 ; subj. πέληται, -ώμεθα, -ωνται, Il.3.287, 6.358, 16.128 ; opt.πέλοιτο 22.443
, A.Ag. 255 (lyr.) ; inf.πέλεσθαι A.
R. 1.160 ; part. , 810,πλόμενος Euph. 58
(as Hom. in the compds. ἐπιπλόμενος, περιπλόμενος). —Poet. and [dialect] Aeol., [dialect] Dor., and [dialect] Ion. Prose, Pittac. ap. D. L. 1.81, Archyt. l. c., Aret. CA1.4 :—come into existence, become, be:A as Subst. Verb,οὐ γάρ τις πρῆξις πέλεται.. γόοιο Il.24.524
;ὀδόντων καναχὴ πέλεν 19.365
; ;εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν 4.450
;ἄθλων, οἶά τε πολλὰ μετ' ἀνθρώποισι πέλονται Od.8.160
;τιμὴν.. ἥ τε καὶ ἐσσομένοισι μετ' ἀνθρώποισι πέληται Il. 3.287
; ; τῷ δ' ἤδη δεκάτη.. πέλεν ἠὼς οἰχομένῳ it was the tenth day since his departure, Od. 19.192 ;γαλήνη ἔπλετο νηνεμίη 5.392
;ἂν κῦδος Ἀχαιῶν ἔπλετο Il.13.677
, cf. Od.4.441 ;σέο δ' ἐκ τάδε πάντα πέλονται Il.13.632
; ;ἐν δὲ γυνὴ.. πέλεν Od.24.211
; τὰ δ' ὀλοὰ πελόμεν' οὐ παρέρχεται when once in being they pass not away, A. Th. 768 (lyr.), cf. Supp. 123, 810 (both lyr.).B as Copula:1 become,αἶψά τέ οἱ δῶ ἀφνειὸν πέλεται Od. 1.393
, cf. Il.24.219 ;λύκων ἤϊα πέλονται 13.103
;ἀπὸ κροτάφων πελόμεσθα πάντες γηραλέοι Theoc. 14.68
; ἦ τ' ἄλλως ὑπ' ἐμεῖο.. ὀξὺ βέλος πέλεται quite otherwise does my spear become sharp, i. e. in a very different way does my (emphat.) spear prove its edge, Il.11.392, cf. A.Ag. 392(lyr.).2 be,οὐ μέν πως ἅλιον πέλει ὅρκιον Il.4.158
;τριηκόσιοί τε καὶ ἑξήκοντα πέλοντο Od. 14.20
; , cf. Il. 10.351, 23.431 ;ῥεῖά τ' ἀριγνώτη πέλεται Od.6.108
;ὀξύτατον πέλεται φάος Il.14.345
, cf.A.Ag. 1124 (lyr.), Eu. 233, S.Ant. 333 (lyr.), E.Med. 520, etc.—In Lesbian verse the Copula, which is usu. omitted, is sts. expressed by πέλεται and πέλονται, as Sapph. 101.3 in [tense] aor., to have become: hence, to be, τίς.. ὅμιλος ὅδ' ἔπλετο; what gathering is this? Od.1.225 ; ;ἔνθα μάλιστα ἀμβατός ἐστιπόλις καὶ ἐπίδρομον ἔπλετο τεῖχος Il.6.434
: with part.,λελασμένος ἔπλευ 23.69
; (so as Subst. Verb, Od.2.364) ; in similes, Il.2.480, 8.556. ( πελ- fr. q[uglide]el-'turn', cf. τέλομαι, πόλος, ἀμφι-, ἐπι-, περι-πέλομαι, also ἐπιτέλλω (B), περιτέλλομαι, Skt. cárati 'move' ; for the sense cf. Germ. werden, cogn. with Lat. verto.)
См. также в других словарях:
πρόπολος — ον, Α 1. αυτός που βαίνει, που βαδίζει προηγουμένως ή αυτός που επιτελεί κάτι προηγουμένως 2. ο αφοσιωμένος σε κάτι 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ πρόπολος α) δούλος προπορευόμενος τού κυρίου του, θεράπων β) δούλος τού θεού, αυτός που διερμηνεύει τη θέληση … Dictionary of Greek
πέλω — και, μέσ., πέλομαι Α 1. βρίσκομαι σε κίνηση, κινούμαι, κατευθύνομαι («ἠύτε περ κλαγγὴ γεράνων πέλει οὐρανόθι πρό» κινείται, ανυψώνεται προς τον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) επέρχομαι («γῆρας καὶ θάνατος ἐπ ἀνθρώποισι πέλονται» γηρατειά… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
γαλαξίας — (Αστρον.). Υπόλευκη φωτεινή ζώνη η οποία φαίνεται να διαγράφει σε ολόκληρη την ουράνια σφαίρα έναν μεγάλο κύκλο, ορατό στο βόρειο και στο νότιο ημισφαίριο. Αποτελείται από ένα αφάνταστα μεγάλο άθροισμα αστέρων, που στο σύνολό τους προσδίδουν στην … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek