-
1 προπειρα
ἥ предварительная попытка, первый опыт Thuc.πρόπειραν ποιεῖσθαι ἔν τινι Her. — сделать первый опыт на ком(чем)-л.
См. также в других словарях:
πρόπειρα — previous trial fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόπειρα — ἡ, Α 1. απόπειρα, δοκιμή που προηγείται 2. προπόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πείρα «αγώνας, προσπάθεια» (πρβλ. από πειρα, κατά πειρα)] … Dictionary of Greek
προπειραθεῖσα — προπειρᾱθεῖσα , προπειράομαι try aor part mp fem nom/voc sg (attic) προπειρᾱθεῖσα , προπειράομαι try aor part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπειραθείς — προπειρᾱθείς , προπειράομαι try aor part mp masc nom/voc sg (attic) προπειρᾱθείς , προπειράομαι try aor part mp masc nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπειραθῆναι — προπειρᾱθῆναι , προπειράομαι try aor inf mp (attic) προπειρᾱθῆναι , προπειράομαι try aor inf mp (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπειραθέντων — προπειρᾱθέντων , προπειράομαι try aor part mp masc/neut gen pl (attic) προπειρᾱθέντων , προπειράομαι try aor part mp masc/neut gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπειρασαμένη — προπειρᾱσαμένη , προπειράομαι try aor part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) προπειρᾱσαμένη , προπειράομαι try aor part mp fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) προπειράζω aor part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόπειραν — πρόπειρα previous trial fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)