Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πρόπειρα

См. также в других словарях:

  • πρόπειρα — previous trial fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόπειρα — ἡ, Α 1. απόπειρα, δοκιμή που προηγείται 2. προπόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πείρα «αγώνας, προσπάθεια» (πρβλ. από πειρα, κατά πειρα)] …   Dictionary of Greek

  • προπειραθεῖσα — προπειρᾱθεῖσα , προπειράομαι try aor part mp fem nom/voc sg (attic) προπειρᾱθεῖσα , προπειράομαι try aor part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπειραθείς — προπειρᾱθείς , προπειράομαι try aor part mp masc nom/voc sg (attic) προπειρᾱθείς , προπειράομαι try aor part mp masc nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπειραθῆναι — προπειρᾱθῆναι , προπειράομαι try aor inf mp (attic) προπειρᾱθῆναι , προπειράομαι try aor inf mp (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπειραθέντων — προπειρᾱθέντων , προπειράομαι try aor part mp masc/neut gen pl (attic) προπειρᾱθέντων , προπειράομαι try aor part mp masc/neut gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπειρασαμένη — προπειρᾱσαμένη , προπειράομαι try aor part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) προπειρᾱσαμένη , προπειράομαι try aor part mp fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) προπειράζω aor part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόπειραν — πρόπειρα previous trial fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»