-
1 πρόπειρα
πρόπειραprevious trial: fem nom /voc sg -
2 πρόπειρα
πρόπειρα, ἡ,A previous trial or venture, ἐν Ἀθηναίοισι τὴν πρόπειραν ποιέεσθαι, Lat.periculum facere in.., Hdt.9.48;π. ποιεῖσθαι εἰ.. Th.3.86
;π. τινὸς λαμβάνειν Ael.NA8.22
; of a trial in athletic exercises, IG14.1102.16 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόπειρα
-
3 προπειραθείς
προπειρᾱθείς, προπειράομαιtry: aor part mp masc nom /voc sg (attic)προπειρᾱθείς, προπειράομαιtry: aor part mp masc nom /voc sg (doric aeolic) -
4 προπειραθέντων
προπειρᾱθέντων, προπειράομαιtry: aor part mp masc /neut gen pl (attic)προπειρᾱθέντων, προπειράομαιtry: aor part mp masc /neut gen pl (doric aeolic) -
5 προπειρασαμένη
προπειρᾱσαμένη, προπειράομαιtry: aor part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic)προπειρᾱσαμένη, προπειράομαιtry: aor part mp fem nom /voc sg (attic epic doric ionic aeolic)προπειράζωaor part mid fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
6 πρόπειραν
πρόπειραprevious trial: fem acc sg -
7 προπειραθήναι
προπειρᾱθῆναι, προπειράομαιtry: aor inf mp (attic)προπειρᾱθῆναι, προπειράομαιtry: aor inf mp (doric aeolic) -
8 προπειραθῆναι
προπειρᾱθῆναι, προπειράομαιtry: aor inf mp (attic)προπειρᾱθῆναι, προπειράομαιtry: aor inf mp (doric aeolic) -
9 προπειραθείσα
προπειρᾱθεῖσα, προπειράομαιtry: aor part mp fem nom /voc sg (attic)προπειρᾱθεῖσα, προπειράομαιtry: aor part mp fem nom /voc sg (doric aeolic) -
10 προπειραθεῖσα
προπειρᾱθεῖσα, προπειράομαιtry: aor part mp fem nom /voc sg (attic)προπειρᾱθεῖσα, προπειράομαιtry: aor part mp fem nom /voc sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
πρόπειρα — previous trial fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόπειρα — ἡ, Α 1. απόπειρα, δοκιμή που προηγείται 2. προπόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πείρα «αγώνας, προσπάθεια» (πρβλ. από πειρα, κατά πειρα)] … Dictionary of Greek
προπειραθεῖσα — προπειρᾱθεῖσα , προπειράομαι try aor part mp fem nom/voc sg (attic) προπειρᾱθεῖσα , προπειράομαι try aor part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπειραθείς — προπειρᾱθείς , προπειράομαι try aor part mp masc nom/voc sg (attic) προπειρᾱθείς , προπειράομαι try aor part mp masc nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπειραθῆναι — προπειρᾱθῆναι , προπειράομαι try aor inf mp (attic) προπειρᾱθῆναι , προπειράομαι try aor inf mp (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπειραθέντων — προπειρᾱθέντων , προπειράομαι try aor part mp masc/neut gen pl (attic) προπειρᾱθέντων , προπειράομαι try aor part mp masc/neut gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπειρασαμένη — προπειρᾱσαμένη , προπειράομαι try aor part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) προπειρᾱσαμένη , προπειράομαι try aor part mp fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) προπειράζω aor part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόπειραν — πρόπειρα previous trial fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)