-
1 προξενος
ион. πρόξεινος ὅ и ἥ1) проксен (лицо оказавшее гостеприимство гражданам другого государства и получавшее за это ряд привилегий от последнего) Pind., Her., Thuc., Xen., Plat. etc.2) защитник, заступник(Ἑρμῆς π. Aesch.)
3) гостеприимный хозяин(ἥ φίλη π. Soph.)
-
2 πρόξενος
ο1) консул; 2) причина, виновник;η θύελλα έγινε πρόξενος σοβαρών ζημιών — гроза причинила большой ущерб
-
3 πρόξενος
[проксэнос] ουσ. а. консул.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πρόξενος
-
4 πρόξενος
[проксэнос] ουσ α консул. -
5 απροξενος
-
6 προξεινος
-
7 αιδοιος
31) внушающий уважение, почтенный(βασιλεύς, ξεῖνοι, ἑκυρά Her.; γέρας Pind.; πόσις Aesch.)
α. Ζεύς Aesch. — великий Зевс2) застенчивый, стыдливый, робкий(ἄλοχοι, παρθένος, ἀλήτης Hom.)
3) почтительный(πνεῦμα, λόγοι Aesch.)
4) сострадательный, милостивый(πρόξενος Aesch.)
-
8 εθελοπροξενος
-
9 ιδιοξενος
См. также в других словарях:
Πρόξενος — public masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόξενος — public masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόξενος — Άμισθος ή έμμισθος κρατικός υπάλληλος, ο οποίος εδρεύει μόνιμα στο έδαφος αλλοδαπού κράτους, με τη συγκατάθεση του τελευταίου, και έχει ως αποστολή να εξυπηρετεί τα συμφέροντα ή να διεκπεραιώνει υποθέσεις των πολιτών του κράτους που εκπροσωπεί ή… … Dictionary of Greek
πρόξενος — ο 1. ως ουσ., επίσημος αντιπρόσωπος κράτους σε ξένη χώρα. 2. ως επίθ., πρόξενος αυτός που προξενεί, προκαλεί, ο υπαίτιος: Έγινε πρόξενος καταστροφής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προξείνους — πρόξενος public masc acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προξείνων — πρόξενος public masc gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Προξένοις — Πρόξενος public masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προξένοις — πρόξενος public masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Προξένοισι — Πρόξενος public masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προξένοισι — πρόξενος public masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Προξένου — Πρόξενος public masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)