-
1 απροξενος
См. также в других словарях:
απρόξενος — ἀπρόξενος, ον (Α) ο χωρίς πρόξενο … Dictionary of Greek
ἀπρόξενοι — ἀπρόξενος without masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… … Dictionary of Greek