Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πρὸς+τὸ+μέλλον

  • 41 далёкий

    επ., βρ: -лек, -лека, -леко και -лёко, πλθ. далеки, κ. далеки; дальше.
    1. μακρινός, αλαργινός, απώτερος•

    далёкий путь μακρινός δρόμος•

    -ие страны μακρινές χώρες•

    -ое будущее απώτερο μέλλον•

    -ое прошлое μακρινό παρελθόν•

    далёкий мой друг! μακρινέ μου φίλε! (πού ζει μακριά).

    2. ξένος, άσχετος, αδιάφορος•

    он далек от наших интересов είναι ξένος προς τα συμφέροντα μας•

    ваши слова -и от истины τα λόγια σας απέχουν πολύ από την αλήθεια•

    они -ие друг гругу люди αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν τίποτε το κοινό μεταξύ τους ή είναι ξένοι ο ένας προς τον άλλον•

    я -лек от подозрения δεν υποψιάζομαι καθόλου•

    я -лек от мысли... δε σκέφτομαι καθόλου....

    3. (με άρνηση)• έξυπνος, ευφυής, νοητικός•

    он не очень далёкий человек δεν είναι και τόσο έξυπνος άνθρωπος, δεν του κόβει και τόσο πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > далёкий

  • 42 смотреть

    смотрю, смотришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смотренный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.δ.
    1. βλέπω, κοιτάζω, θωρώ• παρατηρώ•

    смотреть в дэль κοιτάζω μακριά στο βάθος•

    смотреть на часы κοιτάζω το ωρολόγι•

    смотреть в зеркало κοιτάζω στον καθρέφτη•

    смотреть в бинокль παρατηρώ με τη διόπτρα•

    новую кинокартину βλέπω νέα κινηματογραφική ταινία.

    || μτφ. σκέπτομαι, στοχάζομαι•

    смотреть в будущее κοιτάζω στο μέλλον.

    || μτφ. δίνω προσοχή•

    вы на это не -ите εσείς αυτό μην το κοιτάτε (μη δίνετε προσοχή).

    2. μτφ. ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι, προσέχω. || μτφ. θεωρώ, λογίζω. || υπολογίζω, υποθέτω.
    3. επιβλέπω, παρακολουθώ•

    смотреть за детьми κοιτάζω τα παιδιά.

    || εξετάζω•

    доктор -ел сольного ο γιατρός κοίταξε τον άρρωστο.

    || (παλ.) επιθεωρώ•

    генерал -ел полк ο στρατηγός επιθεώρησε το σύνταγμα.

    4. είμαι εστραμμένος•

    окна -ят в сад τα παράθυρα βλέπουν προς τον κήπο•

    пулемты -ят ва вражеские позиции τα πολυβόλα είναι εστραμμένα κατά των εχθρικών θέσεων.

    5. διαφαίνομαι, διακρίνομαι.
    6. με μερικά ουσ. σημαίνει: ομοιάζω• θυμίζω•

    смотреть зверем κοιτάζω σαν θηρίο•

    смотреть сентябрм μοιάζω με τον Σεπτέμβρη•

    смотреть сычом μοιάζω με το μπούφο.

    7. θέλω να γίνω•

    она в невесты смотретьит αυτή θέλει να γίνει νύφη (να παντρευτεί).

    8. προστκ. -и, -те κοίτα, -άτε: α) φυλάξου, πρόσεξε, β) σημαίνει θαυμασμό• για (ι)δές.
    9. προστκ.κ. 2ο πρόσ. ενστ. -ишь ως παρνθ. λ. α) βλέπε, βλέπεις• στο μεταξύ, β) πολύ πιθανόν, πιθανότατα.
    10. -ю, -им ως παρνθ. λ. βλέπω, -ομε• τι να δω, δούμε.
    εκφρ.
    смотреть в гроб (в могилу) – είμαι προς το τέλος, είμαι του θανατά•
    смотреть в оба глаза – τα μάτια σου τέσσερα•
    смотреть за собой – φροντίζω (περιποιούμαι) τον εαυτό μου•
    смотреть не на что – δεν. αξίζει να κοιτάζεις• смотреть (с надеждой) на кого-что στηρίζω τις ελπίδες στον, στο•
    смотреть смертиβλ. στη λ. смерть- -я как; -я где; -я когда κ.τ.τ. εξαρτάται από το πως, που, πότε•
    - я по чему – κρίνοντας από το ότι•
    что (чего) -ит? куда -ит! – τι κοιτάζει; που κοιτάζει; (γιατί δεν προσέχει, δε φροντίζει).
    1. κοιτάζομαι, βλέπομαι•

    смотреть в зеркало κοιτάζομαι στον καθρέφτη.

    2. απρόσ. φαίνομαι• διακρίνομαι•

    фильм хорошо -ится το φιλμ καλά φαίνεται.

    Большой русско-греческий словарь > смотреть

  • 43 ἀποσκοπέω

    ἀπο-σκοπέω, (with [tense] fut. - σκέψομαι)
    A look away from other objects at one, and so look steadily, πρός τινα or τι, S.OT 746, Pl.Plt. 291e, Arist.Pol. 1284b5, etc.;

    εἴς τι S.OC 1195

    ;

    πόρρω ποι ἀ. Pl.R. 432e

    ; keep watch, Luc.DMar.6.2.
    2 c.acc., look to, regard, E.Hec. 939 (lyr.), D.H.6.72, Procop.Goth.4.15:—[voice] Med.,

    ἀποσκοπεῖσθαι τὸ μέλλον Plu.Pomp.79

    ;

    πρός τι Procl. in Prm.p.549

    S.
    3

    ἀποσκοπεῖν εἰ.. E.Supp. 236

    .
    4 [voice] Pass.,

    ἡ πόλις ἐκ περιωπῆς -εῖται

    is visible from a distance,

    Procop.Aed.1.1

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποσκοπέω

  • 44 ἀποτρέπω

    A turn away from,

    εἰ δὲ σὺ.. τιν' ἄλλον.. ἀποτρέψεις πολέμοιο Il.12.249

    , cf. 20.256;

    ὅθεν.. ἀπέτραπε λαὸν Ἀθήνη 11.758

    ; deter or dissuade from,

    τινός τινα Th.3.39

    ;

    τινὰ τῆς κακουργίας Id.6.38

    ;

    τῆς γνώμης And.3.21

    , etc.: c. inf.,

    ἀ. προσωτέρω τὸ μὴ πορεύεσθαι Hdt.1.105

    ;

    ἀ. βοᾶν A.

    Supp..900 (lyr.);

    δηλοῦν D.60.26

    , cf. X.Mem.4.7.5,6: c. part.,

    ἀ. τινὰ ὑβρίζοντα A.Supp. 880

    :—[voice] Pass.,

    ὁ παραβαίνειν τι βουλόμενος τῷ μὴ προὔχων ἂν ἐπελθεῖν -τρέπεται Th. 3.11

    , cf. Plu.Fab.19.
    2 c. acc. pers. only, turn away or back,

    πάντας ἀπέτραπε καὶ μεμαῶτας Il.15.276

    : c. dat. modi,

    οὔ μ' ἐπέεσσιν ἀποτρέψεις μεμαῶτα 20.256

    , cf. 109; τοὺς ἀλαζόνας ἀ. deter them, Pl.Chrm. 173c; opp. παροξῦναι, D.21.37; opp. συμβουλεύω, Arist.Rh. 1391b33, etc.
    3 c. acc. rei, turn back again,

    ποτὶ χέρσον ἔντεα ναός Pi.N.4.69

    .
    4 turn aside, avert,

    ἀπὸ δὲ.. ἔγχεος ὁρμὴν ἔτραπε Hes.Sc. 455

    ; pervert,

    δίκας κέλευθον ὀρθᾶς B.10.27

    ; τὸ σφάλμα ἀ. prevent, avert it, Hdt.1.207;

    τὸ μέλλον γενέσθαι Id.3.65

    , cf. 8.29, al.; ἀ. βλάβην, συμφοράν, Pl.Grg. 509b, Phdr. 231d; ἀ. τὴν εἰρήνην prevent its being made, X.HG6.3.12.
    5 turn from others against one, ἐπὶ τῷδε.. οὐκ ἔγχος τις.. ἀποτρέψει; v. l. in S. Tr. 1013 (lyr.):—[voice] Pass.,

    ἀποτετράφθαι πρὸς τὴν ἄλλην Ἰταλίαν Plu.Fab.19

    :—[voice] Med., ἀποτραπόμενος πρὸς θυσίαν, i.e. turning away from other objects to this one, Id.Rom.7;

    εἰς τὴν μεσογείαν -τραπόμενος Luc.Tox.52

    .
    II [voice] Med. and (later) [voice] Pass., turn from, desist from, c. part.,

    ἀπετράπετ' ὄβριμος Ἕκτωρ ὀλλὺς Ἀργείους Il.10.200

    : c. inf.,

    λέγειν E.Or. 410

    , cf. Antipho 5.32, D.Prooem.23 (b);

    ἀ. ἐκ κινδύνων Th.2.40

    ;

    ἀ. τοῦ ἐρωτήματος X.Oec.15.13

    .
    2 turn away, turn a deaf ear,

    οὐδέ.. ἀπετράπετ' οὐδ' ἀπίθησεν Il.12.329

    : abs., Pl. Smp. 206d.
    3 c. acc. rei, turn away from, shrink from,

    δεῖμα πολιτῶν A.Th. 1065

    (anap.);

    τἀληθές E.IA 336

    (lyr.), cf. Th.3.68, and late Prose, Plu.Cleom.9, etc.
    4 turn back, return,

    ἐπ' ὄκου Th.5.13

    ;

    ἐς τὴν πόλιν Id.3.24

    ;

    ἀποτρεπόμενοι ἵεντο X.HG7.2.13

    .
    5 dissuade, deter,

    τινά Plb.7.13.1

    .
    6 beat off, repulse, Plu.Brut.42.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποτρέπω

  • 45 ὑποδέχομαι

    ὑποδέχομαι, in [dialect] Ion. and [dialect] Dor. Prose [suff] ὑπο-δέκομαι Hdt. (v. infr.), IG42 (1).121.46 (Epid., iv B. C.): [tense] fut.
    A

    δέξομαι Od.16.70

    , [dialect] Dor.

    - δεξοῦμαι SIG 558.22

    (Ithaca, iii B. C.): [tense] aor.

    - εδεξάμην Il.6.136

    , rarely

    - εδέχθην E. Heracl. 757

    (lyr.; used in pass. sense by Poll.1.74, D.C.48.15, PLond. 5.1659.6 (iv A. D.), Sch.Il.14.323; - δεχόμενος in pass. sense, D.C. 55.10, POxy.1894.14 (vi A. D.)): [ per.] 3sg. [dialect] Ep. [tense] aor. 2 or [tense] impf.

    ὑπέδεκτο Od.14.52

    , 275, Hes.Th. 513, Pi.P.9.9; [ per.] 2pl. imper. ὑπόδεχθε cj. Bentl. in Call.Epigr.42; inf.

    ὑποδέχθαι Il.7.93

    ; part.

    ὑποδέγμενος Od.13.310

    :—receive into one's house, welcome, ὁ δέ με (sc. Φοίνικα)

    πρόφρων ὑπέδεκτο Il.9.480

    ;

    χαῖρε δ' Ὀδυσσεὺς ὅττι μιν ὣς ὑπέδεκτο Od.14.52

    ;

    τὸν δ' οὐχ ὑποδέξομαι αὖτις Il.18.59

    , Od.19.257;

    ξεῖνον.. ὑποδέξομαι οἴκῳ 16.70

    ;

    Θέτις δ' ὑπεδέξατο κόλπῳ Il.6.136

    , cf. 18.398;

    Διὸς πλαστὴν ὑπέδεκτο γυναῖκα Hes.

    l. c.;

    οἰκίοισι ὑ. τινά Hdt.1.41

    ; ὑπέδεκτο ξεῖνον ὀχέων received the stranger [as he lighted] from his chariot, Pi. l. c.; ὁ ὑποδεξάμενος the man who had received him, Isoc.9.20;

    ἱκέτας ὑ. E.Heracl. 757

    (lyr.), cf. Berl.Sitzb.1927.167 ([place name] Cyrene), Ep.Jac.2.25;

    φυγάδας Th.5.83

    , cf. PRev.Laws44.14 (iii B. C.); harbour a runaway slave, POxy.1643.12 (iii A. D.); [

    ξένον] ἀγοραῖς καὶ λιμέσι καὶ δημοσίοις οἰκοδομήμασιν ἔξω τῆς πόλεως Pl.Lg. 952e

    , cf. 953b, 953d, OGI49.5 (Ptolemais, iii B. C.); ὑ. φρουράν admit an enemy's garrison, D.58.38, cf. 67, IG12.87.10, Arist.Pol. 1303a36; λῃστάς, πειρατάς, harbour brigands, pirates, SIG38B21 (Teos, v B. C.), Supp.Epigr.3.378B11 (Delph., ii/i B. C.), cf. POxy.1408.23 (iii A. D.);

    γυναῖκάς τινι εἰς τὸ αὐτὸ φοιτώσας ὑποδέχεσθαι Plu.Per.32

    ; αἱ Θίβρωνα ὑποδεξάμεναι πόλεις those who admitted him as a friend, X.HG4.8.21, cf. Th.3.111, 6.34: with a thing as subject, γαῖα.. ὑπέδεκτο μάντιν Οἰκλείδαν the earth opened up to receive the seer O., Pi.N.10.8; αἰθὴρ μὲν ψυχὰς ὑπεδέξατο σώμ [ατα δὲ χθών] IG12.945.6; τῆς τεκούσης καὶ θρεψάσης καὶ ὑποδεξαμένης [χώρας] Pl.Mx. 237c.
    3 give ear to, hearken to,

    εὐχάς Hes. Th. 419

    ;

    τοὺς λόγους Hdt.8.106

    ; ὑ. διαβολάς give ear to accusations, Lys.25.11 codd. (leg. ἀπο-).
    4 admit, allow a thing with which one is taxed, Hdt.4.167;

    οὐκ ὑ.

    refuse to admit, deny,

    Id.3.130

    , 6.69.
    II take up a burden,

    ἡ γυνὴ ὑποδεξαμένη φέρει τὸ φορτίον τοῦτο X.Mem.2.2.5

    ; of ships, take on board,

    τὰ εἴδη POxy.1412.10

    (iii A. D.); of dolphins, Luc.DMar.8.1.
    2 bear patiently,

    βίας ὑποδέγμενος ἀνδρῶν Od.13.310

    , 16.189; submit to,

    τὰς κατὰ νόμους παραγγελίας POxy.67.11

    (iv A. D.); μέτρον, i. e. accept it as correct, ib. 157.5 (vi A. D.);

    τροφὴ θλίβουσα πᾶν τὸ δοκοῦν αὐτὴν ὑποδέχεσθαι Sor. 1.115

    .
    III undertake, promise,

    αἴδεσθεν μὲν ἀνήνασθαι, δεῖσαν δ' ὑποδέχθαι Il.7.93

    , cf. Hdt.9.21, 22; ὁ δέ οἱ πρόφρων ὑπέδεκτο (sc. δώσειν) Od.2.387; ὑποδέκομαι (sc. ἐνιαυτοῦ ἀποθυσεῖν τὰ ἴατρα) IG42(1).121.46 (Epid., iv B. C.); c. inf. [tense] fut., h.Cer. 443, Hdt.3.69, 4.119, 133, 6.11, 7.158, 8.29, 102, Th.2.29 (inf. [tense] aor. is v.l. for [tense] fut. in Hdt.1.24, 6.2); c. inf. [tense] pres., Antipho 3.3.6 (s. v. l.); ὑ. τινὶ ἦ μὴν .. c. inf. [tense] fut., Th.8.81; Κορίνθιοι ὑπεδέξαντο τὴν τιμωρίαν undertook to champion their cause, Id.1.25; ὥσπερ ὑπεδέξασθε, βοηθήσατε ib.71; ὑ. μεγάλα τινί make him great promises, Hdt.2.121.

    ζ; τὴν ἀτραπὸν ἐθελονταὶ Φωκέες ὑποδεξάμενοι Λεωνίδῃ ἐφύλασσον Id.7.217

    ;

    ἃ ὑπεδέξατο οὐκ ἐπετέλει Th.2.95

    ; undertake to contribute,

    ὅσον ἂν ἕκαστος θέλῃ AJP56.362

    (Colophon, iv B. C.); abs., ibid.; ὑπεδέξαντο εἰς τὰ τείχη ib.363; also τὰ ἐκφόρια ἅπερ ὑπεδέξω the rents which you undertook to collect, POxy.1134.7 (v A. D.).
    2 accept as a responsibility, take in charge, as a nurse, h.Cer. 226; of officials, shippers, farm bailiffs, etc., take over, receive as agent (cf. ὑποδέκτης) , τοὺς νεολέκτους.. ὑποδεξάμενοι κατὰ διαδοχὴν.. παραπέμψατε Wilcken Chr. 469.5 (iv A. D.);

    καταπιστεῦσαι Αὐρηλίῳ Πέτρῳ.. σιτομέτρῃ.. ὑποδέξασθαι τὸν δημόσιον σῖτον Sammelb.5273.4

    (v A. D.), cf. Wilcken Chr.434.12 (iv A. D.), PLips. 34v.7, 58.9, al. (iv A. D.), POxy.1899.16, 1982.17 (v A. D.), Cod.Just.1.5.18.11;

    τὴν ὑποδοχὴν πᾶσαν τοῦ μακαρίου Ἰούστου αὐτὸς ὑπόδεξαι POxy.1838.1

    (vi A. D.); accept (as a liability) a dowry or donatio ante nuptias, Cod.Just.5.17.12, Just.Nov.22.19.
    IV receive in succession, take up,

    μέλος A.Supp. 1022

    (lyr.);

    περαιωθέντας.. λειμὼν ὑποδέχεται Luc.Luct.5

    , cf. VH2.44;

    τὴν εἰς τὸ στόμα φορὰν τῶν περιττωμάτων ὑποδέχεται στόμαχος Gal.6.421

    , cf. 432, 18(2).163,176,218; ὁ ὑποδεξάμενος the receiver of stolen goods, Cat.Cod.Astr.1.96.
    2 intr., of a place, come next,

    τὸ πρὸς τὴν ἠῶ θάλασσα ὑποδέκεται καὶ τενάγεα Hdt.7.176

    ; of rank, come next in order, ὅταν πλείονες συνδειπνῶσι,.. μέσος ὁ κράτιστος (sc. κάθηται)

    , ὁ δ' ὑποδεχόμενος παρ' αὐτόν Posidon. 15J.

    3 intercept,

    ὁ μὲν.. ἐπόρουσεν, ὁ δ' ἐμμαπέως ὑπέδεκτο Hes. Sc. 442

    ;

    ἐν δυσχωρίᾳ [τοὺς πολεμίους] X.Cyr.1.6.35

    ; of hunters, intercept beaten-up game, ib.2.4.20; catch,

    τὸ πήδημα τῆς σφαίρας Poll. 9.105

    ;

    ὑπτίαις ταῖς χερσὶ [τὸ μῆλον] Philostr.Im.1.6

    ;

    τὸ ἐνθεῦτέν μιν οἱ ἐχθροὶ ὑποδεξάμενοι καὶ ὑπὸ δικαστήριον ἀγαγόντες Hdt.6.104

    ; catch as in a trap, στυγερὸς δ' ὑπεδέξατο κοῖτος a hateful resting-place receives (entraps) them, Od.22.470; ἔτιγάρ νύ με πῆμ' ὑπέδεκτο still more sorrow was in store for me, 14.275;

    ἀκλεής νιν δόξα πρὸς ἀνθρώπων ὑποδέξεται

    will be her lot,

    E.Heracl. 624

    (lyr.); ὑποδεξαμένης αὐτοὺς πολλῆς ῥύσεως ὕδατος when a rush of water takes them by surprise, Pl.Lg. 944b.
    4 catch, collect a liquid,

    παιδίον θεασάμενος, ἐπειδὴ κατέαξε τὸ σκεῦος, τῷ κοίλῳ τοῦ ψωμίου τὴν φακῆν ὑποδεχόμενον D.L.6.37

    ; of channels, receive,

    τὸ στόμα τῶν μητρέων οὐχ ὑποδέχεται τὸν γόνον Hp.

    Aër.31;

    τὴν ἐσομένην τῶν ὑδάτων εἴσροιαν POxy.1409.19

    (iii A. D.);

    κατεφίλει καὶ ὑπεδέχετο τὰ δάκρυα X.Eph.1.9

    ;

    ποταμὸς πάσας ὑποδεχόμενος τὰς ἀνθρωπείας λύμας Plb.5.59.11

    , cf. Gp.12.2.4, al.; ἀγγεῖον τὸ μέλλον ὑποδέξεσθαι τὸ ὕδωρ v. l. in Hero Spir.1.24, cf. 30.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποδέχομαι

  • 46 πόῤῥωθεν

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πόῤῥωθεν

  • 47 ὀσσεύομαι

    ὀσσεύομαι, att. ὀττεύομαι (vgl. ὄσσομαι), aus einem göttlichen Zeichen eine wahrsagende Stimme ahnen, die Zukunft vorhersagen; Ar. Lys. 597; τὶ περί τινος, Pol. 1, 11, 15; τὸ μέλλον, 27, 44, 5 u. öfter; vgl. Plut. de Is. et Os. 14 τὰ παιδάρια μαντικὴν δύναμιν ἔχειν οἴεσϑαι τοὺς Αἰγυπτίους καὶ μάλιστα ταῖς τούτων ὀττεύεσϑαι κληδόσι παιζόντων ἐν ἱεροῖς καὶ φϑεγγομένων ὅ, τι ἂν τύχωσιν; a. Sp., ὀττεύονται πρὸς τὴν ἐκείνου βοήν, Ael. H. A. 1, 48 (der auch die active Form hat, ib. 3, 9); vgl. auch Luc. Lex. 19; dah. auch = abominari, vermeiden als eine schlimme Vorbedeutung, D. Hal. 2, 19. 9, 23. – Moeris erkl. ὀττεύεσϑαι für attisch, dem hellenistischen κλῃδονίζεσϑαι entsprechend.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ὀσσεύομαι

  • 48 ἐγ-γυάω

    ἐγ-γυάω (ἔγγυος), fut. ἐγγυήσω; das augm. ἠγγύησα, Eur. I. A. 703, vgl. Buttm. gr. Gramm., bei Bekker ἠγγυήκει Is. 3, 58; aber auch ἐνεγύησεν, 3, 36; ἐγγεγυηκώς, 40; ἐνεγεγύητο, 55; ἐνεγύα, Dem. 41, 6; u. so gew. in den Rednern; vgl. auch die compp. διεγ., ἐξεγ., παρεγ.; – eigtl. als Pfand einhändigen, verpfänden; B. A. p. 187 wird erkl. ἐγγυῆσαι ὅταν τις κρινόμενος παράσχῃ δοῠλον ἀνϑ' ἑαυτοῦ τιμωρηϑῆναι; dah. – a) ϑυγατέρα τινί, verloben; Her. 6, 130; Eur. I. A. 7031 ἐγγεγυηκέναι, Dem. 59, 53; auch im pass., vom Manne, verlobt sein, Her. 6, 130; ϑυγατρὶ ἐγγεγυημένος Plat. Legg. XI, 925 d; ἐγγυᾶται ὁ πατὴρ τὴν μητέρα τὴν ἐμὴν παρὰ τοῠ ἀδελφοῠ αὐτῆς Dem. 57, 41, er wird mit der Mutter von Seiten ihres Bruders verlobt; seltener von den Frauen, ἐγγυᾶσϑαι δεῖ τοῖς υἱοῖς γυναῖκας Plut. de educ. lib. 19. – b) Med., sich verbürgen, Bürgschaft leisten; δειλαὶ δειλῶν ἐγγύαι ἐγγυάασϑαι, schlecht ist's, für Schlechte sich verbürgen, Od. 8, 351; ἐγγύην ἐγγυᾶσϑαι Plat. Legg. XII, 953 e; πρὸς τοὺς δικαστάς Phaed. 115 d; ἐγγυάσομαι μή μιν ἀφίξεσϑαι Pind. Ol. 10, 16; ἠγγυᾶτο μηδὲν αὐτοὺς κακὸν πείσεσϑαι Xen. An. 7, 4, 13; Hall. 7, 4, 38; Folgde; – τινά, für Jemanden; ἐγγυήσασϑέ με Plat. Phaed. 115 d; Legg. IX, 835 b; Is. 5, 25, u. öfter bei den Rednern u. bei Sp., wie Pol. 6, 17, 4; auch τινά τινι, für Jemanden bei Einem, Dem. 33, 28; von Sachen, τὸ μέλλον, sich für die Zukunft verbürgen, Dem. 18, 191 u. Sp. – Sprichwörtl. ἐγγύα, πάρα δ' ἄτα, »Bürgschaft bringt Leid«, Spruch des Thales; bei Plat. Charm. 165 a ἐγγύη (subst.) πάρα δ' ἄτη.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἐγ-γυάω

  • 49 επαρκεω

        1) приходить на (оказывать) помощь, помогать
        

    (τινι Eur., Her., Lys., Arph., Plat., Arst., Plut., редко τινα Eur.)

        οὐδὲν αὐτῷ ταῦτ΄ ἐπαρκέσει τὸ μέ οὐ πεσεῖν Aesch. — ничто не спасет его от падения;
        ἐ. τινι πρὸς ἀλυπίαν Plut.утешить чью-л. печаль

        2) уделять, доставлять, давать
        

    (τινί τι Plat. и τινί τινος Xen., Arst.)

        πέπλοις ἐπαρκέσαι Eur. — снабдить одеждой;
        ἄκος ἐ. Aesch.давать средство (спасения)

        3) (пред)отвращать
        

    (τι Hom.)

        ἐ. τινι ὄλεθρον Hom.помешать чьей-л. гибели

        4) быть достаточным
        5) быть в силе

    Древнегреческо-русский словарь > επαρκεω

  • 50 вперед

    вперед
    нареч
    1. ἐμπρός, πρόσω, προς τά ἐμπρός:
    идти \вперед πηγαίνω ἐμπρός, προχωρώ·
    2. (впредь) разг στό ἐξής, στό μέλλον, ἀπό τώρα καί μπρος:
    \вперед будь осторожнее στό ἐξής νά είσαι πιό προσεκτικός·
    3. (прежде, заранее) разг μπροστά, πρώτα:
    брать плату \вперед παίρνω τήν πληρωμή μπροστά· ◊ часы иду́т \вперед τό ρολόϊ πάει μπροστά.

    Русско-новогреческий словарь > вперед

  • 51 εἰ

    εἰ ( κεἴ fr. 4; repeated P. 9.93; followed by different moods P. 4.264f.; by different tenses N. 11.13f.; for εἴ τις also v. τις.) A conditional.
    1 c. pres. ind.
    a impv. in apodosis.

    εἰ δ' ἄεθλα γαρύεν ἔλδεαι, φίλον ἧτορ, μηκέτ ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον O. 1.3

    φίλια δῶρα Κυπρίας ἄγ' εἴ τι, Ποσείδαον, ἐς χάριν τέλλεται, πέδασον ἔγχος ΟἰνομάουO. 1.75

    ὑγίεντα δ' εἴ τις ὄλβον ἄρδει, μὴ ματεύσῃ θεὸς γενέσθαι O. 5.23

    εἰ δέ τοι μάτρῳ μἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν, ἐμὰν γλῶσσαν εὑρέτω κελαδῆτιν N. 4.79

    εἰ δὲ Θεμίστιον ἵκεις ὥστ' ἀείδειν, μηκέτι ῥίγει N. 5.50

    b pres. ind. in apodosis. (cf. A. 1. h. infra.)

    εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεται λτ;τιγτ; λαθέμεν ἔρδων, ἁμαρτάνει O. 1.64

    εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος, νῦν δὲ Θήρων ἅπτεται Ἥρακλέος σταλᾶν ( νῦν γε v. l.: εἰ has comparative force, just as) O. 3.42

    εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει, μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν P. 1.87

    εἰ δέ τις ἤδη λέγει, παλαιμονεῖ κενεά P. 2.58

    εἰ δὲ ἐπίστᾳ, μανθάνων οἶσθα προτέρων P. 3.80

    εἰ δὲ νόῳ τις ἔχει θνατῶν ἀλαθείας ὁδόν, χρὴ P. 3.103

    Μοῖραι δ' ἀφίσταντ, εἴ τις ἔχθρα πέλει” with temporal force P. 4.145 διδοῖ (sc. ἡ δρῦς) ψᾶφον περ' αὐτᾶς, εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται λοίσθιον ἢ μόχθον ἀμφέπει ( ἀμφέπῃ coni. Heyne: εἰ has temporal force) P. 4.266εἰ μὲν αὐτὸς Οὔλυμπον θέλεις λτ;ναίεινγτ;, ἔστι σοι τούτων λάχοςN. 10.83

    εἰ δ' ἀρετᾷ κατάκειται, χρή νιν εὑρόντεσσιν ἀγάνορα κόμπον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις I. 1.41

    εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον κρυφαῖον, ἄλλοισι δ' ἐμπίπτων γελᾷ, ψυχὰν Ἀίδα τελέων οὐ φράζεται δόξας ἄνευθεν I. 1.67

    εἰ δέ τις ἀρκέων φίλοις ἐχθροισι τραχὺς ὑπαντιάζει, μόχθος ἡσυχίαν φέρει Pae. 2.31

    c fut. ind. in apodosis, where εἰ has causal force.

    ἀγγελίαν πέμψω ταύταν, εἰ Χαρίτων νέμομαι κᾶπον O. 9.26

    εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι, ἐρέωP. 9.50
    d opt. c. κε in apodosis, i. e. potential.

    εἰ δὲ γεύεται ἀνδρὸς ἀνήρ τι, φαῖμέν κε N. 7.86

    εἰ δὲ κασιγνήτου πέρι μάρνασαι, ἥμισυ μέν κε πνέοις γαίας ὑπένερθεν ἐών N. 10.85

    e impf. ind. in apodosis.

    εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς, ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν I. 6.10

    f pres. ind. understood in apodosis.

    εἴ τις ἀνδρῶν κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον, ἄξιος εὐλογίαις ἀστῶν μεμίχθαι I. 3.1

    τὰ μακρὰ δ' εἴ τις παπταίνει, βραχὺς ἐξικέσθαι χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν I. 7.43

    g apodosis omitted.

    εἰ δὲ τις οἶδεν τὸ μέλλον, ὅτι O. 2.56

    h pres. ind. understood in protasis.
    a ind. pres. in apodosis.

    ἄνεται πάντα βροτοῖς, εἴ σοφός, εἰ καλός, εἴ τις ἀγλαὸς ἀνήρ O. 14.7

    εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12.28

    εἰ δυνατόν, Κρονίων, πεῖραν μὲν ἀγάνορα ἀναβάλλομαι N. 9.28

    II impf. ind. c. κε in apodosis. ἤθελον Χίρωνά κε Φιλλυρίδαν, εἰ χρεὼν τοῦθ' κοινὸν εὔξασθαι ἔπος, ζώειν where the subordinate clause is parenthetic P. 3.2
    III impv. in apodosis. οὕνεκεν, εἰ φίλος ἀστῶν, εἴ τις ἀντάεις, τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ λόγον βλάπτων ἁλίοιο γέροντος κρυπτέτω i. e. whether — or P. 9.93
    2 c. fut. ind., imperative in apodosis.

    εἰ δέ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους, ἔν τ' ἀέθλοισιν ἀριστεύων ἐπέδειξεν βίαν, θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη N. 11.13

    cf. E infra O. 7.1
    3 c. impf. ind.
    a pres. ind. in apodosis.

    εἰ πόνος ἦν, τὸ τερπνὸν πλέον πεδέρχεται N. 7.74

    b κεν c. aor. ind. in apodosis.

    εἰ δὲ σώφρων ἄντρον ἔναἰ ἔτι Χίρων καί τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν, ἰατῆρά τοί κέν μιν πίθον παρασχεῖν P. 3.63

    εἰ δ' ἔτι ζαμενεῖ Τιμόκριτος ἁλίῳ σὸς πατὴρ ἐθάλπετο, ποικίλον κιθαρίζων θαμά κε, τῷδε μέλει κλιθείς, ὕμνον κελάδησε καλλίνικον N. 4.13

    εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν, οὔ κεν ὅπλων χολωθεὶς ὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε N. 7.24

    πρὸ πόνων δέ κε μεγάλων Δαρδανίαν ἔπραθεν, εἰ μὴ φύλασσεν Ἀπόλλων Pae. 6.91

    4 c. aor. ind.
    a impv. in apodosis. φόρμιγγα λάμβαν, εἴ τί τοι Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν (with causal force) O. 1.18 εἰ δ' ἐγὼ ἀνέδραμον ὕμνῳ, μὴ βαλέτω με φθόνος concessive Schr. O. 8.54 v. also A. 2 supra, N. 11.13
    b pres. ind., expressed or understood, in apodosis. εἰ δ' ἐτύμως μάτρωες ἄνδρες ἐδώρησαν Ἑρμᾶν εὐσεβέως, κεῖνος κραίνει σέθεν εὐτυχίαν (with causal force) O. 6.77 Μοῖσα, τὸ δὲ τεόν, εἰ μισθοῖο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον, ἄλλοτ' ἄλλᾳ ταρασσέμεν with causal force P. 11.41 εἰ δ' ἀνορέαις ὑπερτάταις ἐπέβα παῖς Ἀριστοφανέος, οὐκέτι πρόσω ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν εὐμαρές ( concessive Schr.) N. 3.19 νικῶντί γε χάριν, εἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον, οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν (concessive, cf. O. 8.54) N. 7.75εἴ ποτ' ἐμᾶν, ὦ Ζεῦ πάτερ, θυμῷ θέλων ἀρᾶν ἄκουσας, νῦν σε, νῦν εὐχαῖς ὑπὸ θεσπεσίαις λίσσομαι” (cf. O. 1.75) I. 6.42
    c impf. ind. in apodosis.

    εἰ τιν' ἄνδρα ἐτίμασαν, ἦν Τάνταλος οὗτος O. 1.54

    d aor. ind. c. ἄν, κε in apodosis.

    τεά κεν ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν, εἰ μὴ στάσις σ' ἄμερσε πάτρας O. 12.16

    εἰ κατέβαν, ἐξικόμαν κε P. 3.73

    εἰ γὰρ οἴκοι νιν βάλε, τετράτων παίδων κ' ἐπιγεινομένων αἷμά οἱ κείναν λάβε ἄπειρονP. 4.43
    e apodosis dub. εἴ τις (codd.: τίς Homan, εἰ expungens) — αἰνὰν ὕβριν ἀπέφυγεν, μέλανος ἂν ἐσχατιὰν καλλίονα θανάτου λτ;στείχοι> (coni. Wil.: μέλανος δ' ἂν ἐσχατιὰν καλλίονα θάνατον ἐν codd.: θάνατόν γἔσχε Boeckh: locus conclamatus, v. van Groningen, Mnem., 1947, 233) P. 11.55
    5 c. pres. subj., pres. ind. in apodosis. [ αἰσχύνῃ (codd.: αἰσχύνοι Mosch. v. A. 10 infra) P. 4.264] [ ἀμφέπει (codd.: ἀμφέπῃ Heyne v. A. 1. b supra) P. 4.266] δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον, εὐανθεῖ σὺν ὄλβῳ εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ (v. 1. ἀκούσῃ: sic distinxit Hartung, post ὄλβῳ, edd. vulgo. The condition is strictly illogical, and εἰ ἀκούῃ stands in explanatory apposition to δύο μοῦνα) I. 5.13
    6 c. aor. subj.
    a pres. or pf.-pres. in apodosis.

    πολλοὶ δὲ μέμνανται, καλὸν εἴ τι ποναθῇ O. 6.11

    [ ἐξερείψῃ ( κεν) (coni. Boeckh, Bergk: ἐξερείψαι κε codd.: ἐξερείψειεν Thiersch) P. 4.264] διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς, εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται λοίσθιον ἢ μόχθον ἀμφέπει (codd.: ἀμφέπῃ Heyne) P. 4.266

    δυσπαλὲς δὴ γίνεται, ἐξαπίνας εἰ μὴ θεὸς ἁγεμόνεσσι κυβερνατὴρ γένηται P. 4.274

    ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ, εἰ Μναμοσύνας ἕκατι λιπαράμπυκος εὕρηται ἄποινα μόχθων κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς ( εἰ ἀοιδαῖς stands in explanatory apposition to ἑνὶ σὺν τρόπῳ) N. 7.15 εἰ γὰρ ἅμα κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον ἄρηται κῦδος, οὐκ ἔστι πρόσω-

    θεν N. 9.46

    τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι ( εἰ τι stand in explanatory apposition to τοῦτο) I. 4.41 [ ἀκούσῃ (v. 1. ἀκούῃ. cf. A. 5 supra) I. 5.13] εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκοτας προστύχῃ, ταύταν σκότει κρύπτειν ἔοικεν fr. 42. 5.
    b aor. ind. in apodosis.

    εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε N. 7.11

    7 c. pres. opt. a. pres. ind. expressed or understood in apodosis.

    εἰ δὲ σὺν πόνῳ τις εὖ πράσσοι, μελιγάρυες ὕμνοι ὑστέρων ἀρχὰ λόγων τέλλεται O. 11.4

    εἰ γάρ τις ἐξερείψειεν (Thiersch: ἐξερείψαι κε codd.) —, αἰσχύνοι δὲ (Mosch.: αἰσχύνῃ codd.) —, —

    διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς, εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται P. 4.263

    κέρδος δὲ φίλτατον, ἑκόντος εἴ τις ἐκ δόμων φέροι P. 8.14

    οὐ γάρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται, εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.34

    b κεν c. opt. in apododis.

    εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνήρ O. 6.4

    εἰ δ' αὐτὸ καὶ θεὸς ἀνέχοι, ἐν τίν κ ἐθέλοι N. 7.89

    c fut. ind. in apodosis.

    εἰ δὲ δαίμων γενέθλιος ἕρποι, Δὶ τοῦτ' ἐκδώσομεν πράσσειν O. 13.105

    8 c. aor. opt., pres. ind. in apodosis.

    εἰ δὲ μὴ ταχὺ λίποι, ἔτι γλυκυτέραν κεν ἔλπομαι κλείζειν O. 1.108

    καιρὸν εἰ φθέγξαιο, μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων P. 1.81

    εἰ δέ μοι πλοῦτον θεὸς ἁβρὸν ὀρέξαι, ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν ὑψηλὸν πρόσω P. 3.110

    ἐξερείψειεν (Thiersch: ἐξερείψαι κε codd. v. A. 10. infra) P. 4.263

    πάντ' ἔχεις, εἴ σε τούτων μοῖῤ ἐφίκοιτο καλῶν I. 5.15

    9 c. pf. ind.
    a pres. ind. in apodosis.

    εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ, πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ P. 8.73

    b pres. opt. in apodosis.

    εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται, μακρά μοι αὐτόθεν ἅλμαθ ὑποσκάπτοι τις N. 5.19

    c impv. in apodosis.

    εἰ δὲ τέτραπται, μὴ φθόνει κόμπον I. 5.22

    [
    10 dub. c. κε and opt., ind. in apodosis. εἰ γάρ τις ὄζους ὀξυτόμῳ πελέκει ἐξερείψαι κεν (codd.: ἐξερείψειεν Thiersch: ἐξερείψῃ μὲν Hermann) —, αἰσχύνοι δὲ (Mosch.: αἰσχύνῃ codd.) —, — διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς (κε is held to be highly improbable) P. 4.264]
    12 εἴ τις, with following verb suppressed. λάγεταν γάρ τοι τύραννον δέρκεται, εἴ τιν' ἀνθρώπων, ὁ μέγας πότμος above all men P. 3.86 cf. O. 1.54 B εἰ καί, concessive. εἰ καί τι Διωνύσου ἄρουρα φέρει βιόδωρον ἀμαχανίας ἄκος, ἄνιππός εἰμι Πα. 4. 25, cf. εἰ concessive O. 8.54, N. 3.20, N. 7.75 C introducing indirect question, c. ind.

    γνῶναί τ' ἔπειτ, ἀρχαῖον ὄνειδος εἰ φεύγομεν, Βοιωτίαν ὗν O. 6.90

    παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου, εἴ τιν' ἔχει λόγον O. 8.4

    μεμάντευμαι δ' ἐπὶ Κασταλίᾳ, εἰ μετάλλατόν τιP. 4.164

    μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι N. 7.69

    D εἰ γάρ, introducing a wish, c. opt.; cf. conditional

    εἰ γάρ P. 4.43

    εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι P. 1.46

    εἰ γάρ σφισιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν N. 7.98

    E ὡς εἰ, in temporal comparisons; v. also

    ὡσείτε. φιάλαν ὡς εἴ τις δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ, καὶ ἐγὼ νέκταρ χυτὸν πέμπων ἱλάσκομαι O. 7.1

    F frag. ] εἰ δέ μοι[ fr. 60. a. 3. ὡς εἴ τε v. ὡσείτε. εἴ περ v. εἴπερ.

    Lexicon to Pindar > εἰ

  • 52 ἔχω

    ἔχω (ἔχω, -εις, -ει, -ομεν, -οντι; ἔχω, -ῃ; ἔχων, -οντα), -οντες; -οισα, -οίσας; ἔχειν: impf. εἶχε, ἔχεν), ἔχον: fut. [ ἕξω codd.], σχήσει codd., ἕξει; σχήσοι: aor. ἔσχεν), ἔσχετ[ε], ἔσχον; ἔσχεθε, σχέθον; σχέθοι; σχεθών; σχεῖν, σχεθέμεν: med. impf. εἴχετο): aor. pro pass. σχόμεναι.)
    1 have, hold.
    1 generally,
    a have, possess, have in keeping ( Πέλοψ)

    τύμβον ἀμφίπολον ἔχων O. 1.93

    ὅθεν σπέρματος ἔχοντα ῥίζαν πρέπει τὸν Αἰνησιδάμου (Aristarchus: ἔχοντι codd.) O. 2.46 εἰ δέ μιν (= ὄλβον)

    ἔχων τις οἶδεν τὸ μέλλον O. 2.56

    Ῥέας ὑπέρτατον ἐχοίσας θρόνον O. 2.77

    καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ O. 7.48

    ἀπάτερθε δ' ἔχον διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωίαν ἀστέων μοίρας O. 7.74

    τὺ δὲ σάφα νιν ἔχεις ἐλευθέρᾳ φρενὶ πεπαρεῖν P. 2.57

    λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον ὑπέρτατον οἳ σχεῖν P. 3.89

    μακάριος, ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ P. 5.46

    Ἡσυχία βουλᾶν τε καὶ πολέμων ἔχοισα κλαῗδας ὑπερτάτας P. 8.4

    Μεγάροις δ' ἔχεις γέρας P. 8.78

    οὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κατακρύψαις ἔχειν N. 1.31

    ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς N. 7.94

    παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν N. 7.100

    εἰ δέ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους N. 11.13

    πάντ' ἔχεις, εἴ σε τούτων μοῖῤ ἐφίκοιτο καλῶν I. 5.14

    πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει περὶ κείνων κελαδέσαι I. 5.47

    μέγαν ἄλλοθι κλᾶρον ἔχω; Pae. 4.48

    ὁ δὲ μηδὲν ἔχων ὑπὸ σιγᾷ μελαίνᾳ κάρα κέκρυπται Παρθ. 1. 9. as epexeg. inf.,

    ἑτοῖμον ἀνεφρόντισεν γάμον Πισάτα παρὰ πατρὸς εὔδοξον Ἱπποδάμειαν σχεθέμεν O. 1.71

    καὶ τὸ λοιπὸν ὁμοῖα, Κρονίδαι μάκαρες, διδοῖτ' ἐπ ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς ἔχειν P. 5.120

    ἀλλά νιν εὑροῖσ' ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν, ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον P. 12.22

    b hold (in one's grip)

    ἔμπα, καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ N. 4.36

    σχεθών νιν ἐπὶ δεξιὰ χειρὸς (Elmsley: σχέθων codd.: ἐνδεξιωσάμενος πατέρα interpr. Schr.) P. 6.19
    2
    a rule over

    ὦ Κρόνου παῖ, ὃς Αἴτναν ἔχεις O. 4.6

    Ἑρμᾶν ὃς ἀγῶνας ἔχει μοιράν τ' ἀέθλων O. 6.79

    ἔχει τέ μιν ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ O. 7.70

    ἀτὰρ Αἴας Σαλαμῖν' ἔχει πατρῴαν N. 4.48

    b dwell in

    πόλιν· ἔχοντι τὰν χαλκοχάρμαι ξένοι P. 5.82

    ποίας δ' ἀποσπασθεῖσα φύτλας ὀρέων κευθμῶνας ἔχει σκιοέντων;” P. 9.34
    3
    a contain, preserve

    τό σφ' ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθρον P. 5.39

    b enfold

    ἐσθὰς δ' ἀμφοτέρα μιν ἔχεν P. 4.79

    c = φέρω, bear of a pregnant woman.

    ἔχεν δὲ σπέρμα μέγιστον ἄλοχος O. 9.61

    a restrain, check

    τὸν μονοκρήπιδα πάντως ἐν φυλακᾷ σχεθέμεν μεγάλᾳ P. 4.75

    τὸ πεπρωμένον οὐ πῦρ οὐ σιδάρεον σχήσει τεῖχος ( ἔσχε coni. Schr.) fr. 232.
    b hold back, prevent c. inf.

    ἐλπίδες δ' ὀκνηρότεραι γονέων παιδὸς βίαν ἔσχον ἐν Πυθῶνι πειρᾶσθαι καὶ Ὀλυμπίᾳ ἀέθλων N. 11.23

    c prevent c. part.

    ἦλθ' ἀνὴρ τὰν πυροφόρον Λιβύαν, κρανίοις ὄφρα ξένων ναὸν Ποσειδάωνος ἐρέφοντα σχέθοι I. 4.54

    a provide

    ἐν Μεγάροισίν τ' οὐχ ἕτερον λιθίνα ψᾶφος ἔχει λόγον O. 7.87

    ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει P. 4.286

    ὁ δὲ καιρὸς ὁμοίως παντὸς ἔχει κορυφάν P. 9.79

    ἴστε μὰν Αἴαντος ἀλκάν, φοίνιον τὰν ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ ταμὼν περὶ ᾧ φασγάνῳ μομφὰν ἔχει παίδεσσιν Ἑλλάνων (v. μομφά; cf. fr. 359) I. 4.36
    b keep c. dupl. acc., pr. adj., simm.

    Μοῖῤ, ἅ τε πατρώιον τῶνδ' ἔχει τὸν εὔφρονα πότμον O. 2.36

    ὃν πατὴρ ἔχει μέγας ἑτοῖμον αὐτῷ πάρεδρον O. 2.76

    οὐδ' Ἀίδας ἀκινήταν ἔχε ῥάβδον O. 9.33

    καλὰ γινώσκοντ' ἐκτὸς ἔχειν πόδα P. 4.289

    cf.

    ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων Σωστράτου υἱός O. 6.8

    ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸς αἰδοιότατον γέρας τεᾷ τοῦτο μειγνύμενον φρενί ( keeps this as a revered honour v. ὀφθαλμός) P. 5.17 in tmesis, ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν ψυχάν (v. ἀπέχω) O. 2.69
    6
    a of non physical things, have, enjoy

    ὁ νικῶν ἔχει μελιτόεσσαν εὐδίαν O. 1.98

    θεὸς τεαῖσι μήδεται ἔχων τοῦτο κᾶδος, Ἱέρων, μερίμναισιν O. 1.107

    δόξαν ἔχω τιν' ἐπὶ γλώσσᾳ λιγυρᾶς ἀκόνας O. 6.82

    Πυθοῖ τ' ἔχει σταδίου τιμὰν O. 13.37

    Χίρωνα νόον ἔχοντ' ἀνδρῶν φίλον P. 3.5

    ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν P. 3.111

    τελέαν δ' ἔχει δόξαν ἀπ ἀρχᾶς P. 8.24

    πέταται ὑποπτέροις ἀνορέαις, ἔχων κρέσσονα πλούτου μέριμναν P. 8.91

    μόχθου καθύπερθε νεᾶνις ἦτορ ἔχοισαP. 9.32

    τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἀρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός P. 10.62

    ἐν παισὶ νέοισι παῖς, ἐν ἀνδράσιν ἀνήρ, τρίτον ἐν παλαιτέροισι, μέρος ἕκαστον οἷον ἔχομεν βρότεον ἔθνος N. 3.73

    ἔχω γονάτων ὁρμὰν ἐλαφράν (byz.: ἕξω codd.) N. 5.20

    ἕπομαι δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων μελέταν N. 6.54

    τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N. 7.23

    κτεάνωνψυχὰς ἔχοντες κρέσσονας ἄνδρες N. 9.32

    βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ ὅσων Ἀργεῖον ἔχει τέμενος μοῖραν ἐσλῶν N. 10.19

    βραχὺ μέτρον ἔχων ὕμνος I. 1.62

    ὅστις ἐὼν καλὸς εἶχεν Ἀφροδίτας ὀπώραν I. 2.4

    ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει I. 5.33

    τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; (unus cod. Stobaei: ἰσχύει rell.: ἔχειν Clem. Alex.) fr. 61. 2. and so, ἔχει θαλίας καὶ πόλις holds, celebrates O. 7.93
    b = πάσχω, have, be subject to

    ἔχει δ' ἀπάλαμον βίον τοῦτον ἐμπεδόμοχθον O. 1.59

    ἅλιον ἔχοντες, ἀπονέστερον ἐσλοὶ δέκονται βίοτον O. 2.62

    ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι (v. l. ὀχοίσας) P. 2.79

    ἔσχε τοι ταύταν μεγάλαν ἀυάταν καλλιπέπλου λῆμα Κορωνίδος P. 3.24

    χαρίεντα δ' ἕξει πόνον χώρας ἄγαλμα (? i. e. ὕμνος) N. 3.12

    πεῖραν ἔχοντες οἴκαδε κλυτοκάρπων οὐ νέοντ' ἄνευ στεφάνων N. 4.76

    ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι N. 7.13

    κόρον δ' ἔχει καὶ μέλι καὶ τὰ τέρπν ἄνθἐ Ἀφροδίσια N. 7.52

    ἔνθ' ἄριστοι ἔσχον πολέμοιο νεῖκος I. 7.36

    ἐπαγορίαν ἔχει ( ἐπίμωμός ἐστι interpr. Hesych.) ?fr. 359.
    7 possess, sway

    τῶν νιν γλυκὺς ἵμερος ἔσχεν O. 3.33

    ἔρως γὰρ ἔχεν (sc. αὐτούς: ἔσχεν cod., corr. Er. Schmid) I. 8.29 med. aor. pro pass., δεί]ματι σχόμεναι φύγον[ (sc. ἀμφίπολοι) Pae. 20.17
    8 have in mind, know

    εἴ τιν' ἔχει λόγον ἀνθρώπων πέρι O. 8.4

    εἰ δὲ νόῳ τις ἔχει θνατῶν ἀλαθείας ὁδόν P. 3.103

    ὃς δὲ διδάκτ' ἔχει, ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ ἄλλα πνέων οὔ ποτ ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί N. 3.41

    λεγόμενον δὲ τοῦτο προτέρων ἔπος ἔχω N. 3.53

    9 acquire, get oneself (aor. only, but v. P. 2.30)

    Πισάτα παρὰ πατρὸς εὔδοξον Ἱπποδάμειαν σχεθέμεν O. 1.71

    ἱερὸν ἔσχον οἴκημα ποταμοῦ O. 2.9

    Ἄργει τ' ἔσχεθε κῦδος ἀνδρῶν O. 9.88

    ἔσχον δ' Ἀμύκλας ὄλβιοι Πινδόθεν ὀρνύμενοι P. 1.65

    [ ἐξαίρετον ἔχε μόχθον (Th. Mag.: ἔσχε codd.: ἕλε Mosch) P. 2.30] ( Ἀρκεσίλαν)

    ἔχοντα Πυθωνόθεν τὸ καλλίνικον λυτήριον δαπανᾶν μέλος χαρίεν P. 5.105

    σὺν δ' ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν, ἅντινα σχήσοι τις ἡρώων ( σχήσει v. l.) P. 9.116

    Ὀλυμπίᾳ τ' ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις P. 11.48

    Οὐλία παῖς ἔνθα νικάσαις δὶς ἔσχεν Θεαῖος εὐφόρων λάθαν πόνων N. 10.24

    ὕπατον δ' ἔσχεν Πίσα Ἡρακλέος τεθμόν N. 10.32

    μακρὰ δισκήσαις ἀκοντίσσαιμι τοσοῦθ, ὅσον ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν I. 2.37

    ἐρικυδέα τ' ἔσχον Δᾶλον Pae. 5.39

    Μοῖσαι, τοῦτον ἔσχετ[ε τεθ]μόν Pae. 6.57

    10 be able c. inf.

    ἔχω καλά τε φράσαι O. 13.11

    τὺ δὲ σάφα νιν ἔχεις ἐλευθέρᾳ φρενὶ πεπαρεῖν P. 2.57

    οὐκ ἔχω εἰπεῖν τίνι τοῦτο Μοῖρα τέλος ἔμπεδον ὤρεξε N. 7.56

    , cf. I. 5.47
    11 intrans.,
    b without adv., keep, stay

    ἥμερον ὄφρα κατ' οἶκον ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ ἀλαλατὸς ἔχῃ P. 1.72

    v. E. Fraenkel, Horace, 279, 3.
    12 med., c. gen.,
    b met., lay hold of, set oneself to εἴχετ' ἔργου (sc. Ἰάσων) P. 4.233
    13 frag. εἶχε Πα. 7C. a. 3. ]

    σχήσει πολι[ Pae. 21.17

    τί κέ τις ἐσχ[ Δ. 4b. 11. ] ν ἰων ἕχον[ ?fr. 345. 12.

    Lexicon to Pindar > ἔχω

  • 53 οἶδα

    οἶδα (οιλτ;γτ;δα), οἶσθα, οἶδεν); εἰδείην; ἴσθι, ἴστω, ἴστε); εἰδώς, -ότι, -ότες, ἰδυῖα coni.: also ᾰσᾶμι, ᾰςᾰμεν; ᾰσάντι:
    1

    ϝει- O. 2.86

    ,

    ϝι- P. 3.29

    ,

    ϝοι- N. 4.43

    ) know
    a abs./c. acc.

    εἰ δὲ τις οἶδεν τὸ μέλλον O. 2.56

    σοφὸς ὁ πολλὰ εἰδὼς φυᾷ O. 2.86

    τὸ διδάξασθαι δέ τοι εἰδότι ῥᾴτερον O. 8.60

    ἴσθι νῦν, Ἀρχεστράτου παῖ, κελαδήσω O. 11.11

    πάντα ἰσάντι νόῳ P. 3.29

    ἀλλὰ τούτων μὲν κεφάλαια λόγων ἴστεP. 4.117 εἰδότι τοι ἐρέωP. 4.142

    καί τινα οἶμον ἴσαμᾰ βραχύν P. 4.248

    κύριον ὃς πάντων τέλος οἶσθα καὶ πάσας κελεύθουςP. 9.45

    ἴσθι, γλυκεῖάν τοι Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο N. 5.48

    ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ N. 7.14

    ἴστε μὰν Κλεωνύμου δόξαν

    παλαιὰν ἅρμασιν I. 3.15

    ἴστε μὰν Αἴαντος ἀλκάν I. 4.35

    ἀλλὰ παρθένοι γάρ, ἴσθ' ὅτι, Μοῖσαι, πάντα (i. e. ὅτι ἴστε) Πα... ε]ἰδότες οἵαν Βρομίου [τελε]τὰν ἵσταντι Δ. 2.. ]τ' ἴσθ ἐνειπ[ Δ. 4. b. 2. ]Ζεὺς οἶδ' Παρθ. 2. 33. οἶδε μὲν βίου τελευτάν, οἶδεν δὲ διόσδοτον ἀρχάν fr. 137. 1—2. ὢ πόποι, ο ἀπατᾶται φροντὶς ἐπαμερίων οὐκ ἰδυῖα (Boeckh: εἰδυῖα codd.) fr. 182.
    b c. part.

    ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων Σωστράτου υἱός O. 6.8

    μανθάνων οἶσθα προτέρων P. 3.80

    ἴστω λαχὼν πρὸς δαιμόνων θαυμαστὸν ὄλβον N. 9.45

    ἴστω γὰρ σαφὲς ἀστῶν γενεᾷ μέγιστον κλέος αὔξων I. 7.27

    c c. inf., know how to

    ὡς μὰν σαφὲς οὐκ ἂν εἰδείην λέγειν ποντιᾶν ψάφων ἀριθμόν O. 13.46

    ἐλαφρὸν ὄρχημ' οἶδα ποδῶν μειγνύμεν ( ἀοιδᾷ coni. Bergk) *fr. 107b. 1.*
    d c. ὅτι & ind.

    εὖ οἶδ' ὅτι χρόνος ἕρπων πεπρωμέναν τελέσει N. 4.43

    e c. indir. quest.

    καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.6

    Lexicon to Pindar > οἶδα

  • 54 ὅτι

    a causal conj., because c. ind.

    ἔχει δ' ἀπάλαμον βίον, ἀθάνατους ὅτι κλέψαις ἁλίκεσσι συμπόταις νέκταρ ἀμβροσίαν τε δῶκεν O. 1.60

    κῦδος εὐίππων διδόντων Τυνδαριδᾶν, ὅτι πλείσταισι αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις O. 3.40

    καλέσαντο συνεργὸν τείχεος, ἦν ὅτι νιν πεπρωμένον O. 8.33

    δάμασε καὶ κείνους, ὅτι πρόσθε ποτὲ Τιρύνθιον ἔπερσαν αὐτῷ στρατόν O. 10.31

    αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι φερέπονοι τελέθοντι· τὸ μὲν ἥρως ὅτι ἐπέμειξε, ὅτι τε ἐπειρᾶτο ( ὅτι Hermann: ὅτι τ codd.) P. 2.31

    ὁ δὲ Ῥαδάμανθυς εὖ πέπραγεν, ὅτι φρενῶν ἔλαχε καρπὸν ἀμώμητον P. 2.73

    τὸ μέν, ὅτι βασιλεὺς ἐσσὶ μάκαρ δὲ καὶ νῦν, ὅτι εὖχος ἑλὼν δέδεξαι τόνδε κῶμον ἀνέρων P. 5.15

    —20. ῥαίνω δὲ καὶ ὕμνῳ, γείτων ὅτι μοι καὶ κτεάνων φύλαξ ἐμῶν ὑπάντασεν P. 8.58

    ἀδελφεοῖσί τ' ἐπαινήσομεν ἐσλοῖς, ὅτι ὑψοῦ φέροντι νόμον Θεσσαλῶν αὔξοντες P. 10.69

    χαίρω δ' ὅτι ἐσλοῖσι μάρναται πέρι πᾶσα πόλις N. 5.46

    μή νυν, ὅτι φθονεραὶ θνατῶν φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες, μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν I. 2.43

    ὁ δ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω φθόνος, ὅτι τερπνὸν ἐφάμερον διώκων ἕκαλος ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα I. 7.40

    καὶ Νεμέᾳ ἀέθλων ὅτι κράτος ἐξεῦρε I. 8.5

    ἀλλὰ παρθένοι γάρ, ἴσθ' ὅτ[ι], Μοῖσαι, πάντα, τοῦτον ἔσχετε τεθμόν, κλῦτε νῦν (supp. Jurenka) Πα... γέ[ρον]θ' ὅ[τι] Πρίαμον πρὸς ἑρκεῖον ἤναρε βωμὸν ἐπενθορόντα (supp. Turyn)

    Πα.. 113. ἔκρυψαν τὸ πάντων ἔργων ἱερώτ[ατον], γλυκείας ὀπὸς ἀγασθέντες ὅτι ξένοι ἔφθινον Pae. 8.76

    b introducing indir. statement, that c. ind.

    ἔννεπε κρυφᾷ τις ὕδατος ὅτι τε πυρὶ ζέοισαν εἰς ἀκμὰν μαχαίρᾳ τάμον κατὰ μέλη τραπέζαισι τ' διεδάσαντο καὶ φάγον O. 1.48

    εἰ δέ τις οἶδεν τὸ μέλλον, ὅτι θανόντων μὲν ἐνθάδ' αὐτίκ ἀπάλαμνοι φρένες ποινὰς ἔτεισαν τὰ δ ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ ἀλιτρὰ κατὰ γᾶς δικάζει τις O. 2.57

    ὄφρ' υἱὸν εἴπῃς ὅτιοἱ νέαν ἐστεφάνωσε κυδίμων ἀέθλων πτεροῖσι χαίταν O. 14.22

    εὖ οἶδ' ὅτι Χρόνος ἕρπων πεπρωμέναν τελέσει N. 4.43

    στεῖχ' ἀπ Αἰγίνασδιαγγέλλοισ ὅτι Λάμπωνος υἱὸς Πυθέας εὐρυσθενὴς νίκη Νεμείοις παγκρατίου στέφανον N. 5.3

    μνάσθηθ' ὅτι τοι ἕσσατο ἄνακτι βωμὸν fr. 140. 62 (36).
    c frag., dub. ]ἔμαθον δ' ὅτι μοῖραν[ Πα. 13. c. 5. [ ὅτι πεδαθέντα (codd.: ὅτι del. Hermann) Θρ. 3. 10.]

    Lexicon to Pindar > ὅτι

  • 55 сегодня

    (προφ. σεβόντνια) επίρ.
    1. σήμερα•

    сегодня у нас экзамены σήμερα έχομε εξετάσεις•

    -вечером σήμερα το βράδυ•

    сегодня утром σήμερα το πρωί.

    2. τώρα• προς το παρόν•

    сегодня у нас нет заводов, завтра будут τώρα δεν έχομε εργοστάσια, στο μέλλον θα έχομε.

    Большой русско-греческий словарь > сегодня

  • 56 κατεπαγγέλλομαι

    κατεπ-αγγέλλομαι, [voice] Med. with [tense] pf. [voice] Pass.,
    A make promises or engagements, τινι with one, D.32.11;

    τὸ παρὸν λυμαινόμενος, τὸ δὲ μέλλον κ. Aeschin.3.223

    ; promise, c.acc.,

    τινὶ τιμήν J.AJ8.14.4

    ; κ. τῇ φιλίᾳ τὴν πολιτείαν devote it to.., Plu. 2.807b: c. [tense] pres. inf.,

    τέχνας-όμενος διδάσκειν Aeschin.1.117

    , cf. Ph. 2.316: c. [tense] fut. inf.,

    κ. πρός τινας λήσειν Aeschin.1.173

    ;

    προκαταλήψεσθαι τὰς παρόδους D.S.11.4

    : abs.,

    μέχρι τοῦ -αγγείλασθαι Phld. Rh.2.3

    S.:—[voice] Pass.,

    ἡ -ομένη ζημία J.AJ6.5.3

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατεπαγγέλλομαι

  • 57 προοράω

    A see before one, look forward to,

    τὰ ἔμπροσθεν Id.HG4.3.23

    ; see what is just before the eyes, Th.7.44: abs., look before one or forward, εἰς τὸ πρόσθεν Arist.HA 524a14;

    ὀφθαλμοῖς π. X.Cyr.4.3.21

    .
    2 foresee,

    τὸ μέλλον γίνεσθαι Hdt.5.24

    , etc.;

    π. ὀλίγα περὶ τοῦ μέλλοντος X.Cyr.3.2.15

    ;

    ἑαυτοῖς τὸ ἐπιόν Id.Smp.4.5

    ;

    πρὸ τῶν πραγμάτων π. οὐδέν D.4.41

    , cf. 54.19 ([voice] Pass.): abs.,

    π. διανοίᾳ Arist.Pol. 1252a32

    .
    3 c. gen., take thought or care, make provision for..,

    σεωυτοῦ Hdt.5.39

    ;

    τοῦ σίτου Id.3.159

    ;

    ἐκείνων προορῶν, ὅκως.. ἔχωσι Id.2.121

    . α': abs., τὸ προορᾶν.. σευ your thoughtfulness, Id.9.79.
    4 see previously, Act.Ap. 21.29.
    II [voice] Med., with [tense] pf. and [tense] plpf. [voice] Pass., look before one,

    δυοῖν ὀφθαλμοῖν προεωρᾶτο X.Cyr.4.3.21

    (s. v.l.).
    3 provide for,

    τὸ ἐφ' ἑαυτῶν Th.1.17

    ;

    ταῦτα Pl.R. 499a

    ;

    πάνθ' ἃ προσήκει D.6.8

    , etc.; make provision,

    περὶ τῶν μελλόντων Lys.33.7

    ;

    πρός τι D.S.20.102

    ; π. μή c.inf., cavere ne.., D.25.11.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προοράω

  • 58 ὀττεύομαι

    ὀττεύομαι, [dialect] Att. for ὀσσεύομαι (which does not occur),
    A divine from an ominous voice or sound ([etym.] ὄσσα) , ὀττευομένη δὲ κάθηται she sits looking for omens, of a lover, Ar.Lys. 597; ταῖς τούτων κληδόσι by the cries of children, Plu.2.356e;

    πρὸς [κόρακος] βοήν Ael.NA1.48

    : generally, have forebodings of a thing,

    τὸ μέλλον Plb.27.16.5

    ;

    τι περὶ τῶν ὅλων Id.1.11.15

    : c. (acc. et) inf., augur that.., Porph.Antr.33, Luc. Lex.19.
    II regard as ominous, τὴν τύχην, τὸ ἔργον, D.H.9.23, 55: hence, deprecate as ill-omened,

    πάντα τῦφον Id.2.19

    .—The [voice] Act. ὀττεύουσιν prob. f.l. in Ael.NA3.9 ( ὀπυίουσιν cj. Pierson Moer.p.279 P.): κλῃδονίζομαι was the equiv. Hellenic form, acc. to Moer. l. c.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀττεύομαι

  • 59 Service

    subs.
    P. διακονία, ἡ, Ar. and P. πηρεσία, ἡ, P. and V. λατρεία, ἡ (Plat.), θεραπεία, ἡ, θερπευμα, τό (Eur., H.F. 633), ὑπηρέτημα, τό, V. λατρεύματα, τα, δούλευμα, τό.
    Benefit, favour: P. χρις, ἡ, ὠφέλεια, ἡ, P. εὐεργεσία, ἡ, εὐεργέτημα, τό, ὑπούργημα, τό, Ar. and V. ὠφέλημα, τό, V. πουργία, ἡ.
    Worship of the gods: P. θεραπεία, ἡ, θεράπευμα, τό, λατρεία, ἡ.
    Overseer of the religious services: P. τῆς πρὸς τοὺς θεούς ἐπιμελείας... προστάτης (Dem. 618).
    Ritual: P. and V. τελετή, ἡ, or pl., τέλος, τό, or pl.
    Use, employment: P. and V. χρεία, ἡ.
    Duty, function: P. and V. ἔργον, τό, χρεία, ἡ (Dem. 319), V. χρέος, τό, τέλος, τό.
    It is the future or the present that requires the services of a counsellor: P. τὸ μέλλον ἢ τὸ παρὸν τὴς τοῦ συμβούλου τάξιν ἀπαιτεῖ (Dem. 292).
    Be at any one's service: use P. and V. πρόχειρος εἶναι (dat.).
    Secure the services of a person: P. and V. χρῆσθαί (τινι).
    Service in the army: P. στρατεία, ἡ, Ar. and P. στρατιά, ἡ.
    Be of an age for service: P. ἐν τῇ ἡλικίᾳ εἶναι.
    Foreign service: ἔξοδος ἔκδημος, ἡ (Thuc. 2, 10), ἔκδημοι στρατεῖαι, αἱ (Thuc. 1, 15).
    Evasion of service: Ar. and P. ἀστρατεία, ἡ.
    Evading service, or exempt from it: Ar. and P. ἀστρτευτος.
    Fit for service ( of ships): P. πλώϊμος.
    In active service ( of ships): P. ἐνεργός.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Service

  • 60 εἰ

    1
    εἰ (Hom.+)
    marker of a condition, existing in fact or hypothetical, if (B-D-F §371f, neg. §428, 1; 2; Rob., indexes; JBoyer, Grace Theological Journal 2, ’81, 75–141, marker of a ‘simple, logical connection between protasis and apodosis’).
    w. the indic.
    α. in all tenses, to express a condition thought of as real or to denote assumptions relating to what has already happened εἰ υἱὸς εἶ τοῦ θεοῦ if you really are the Son of God Mt 4:3; sim. 5:29f; 6:23; 8:31; Ac 5:39. εἰ σὺ Ἰουδαῖος ἐπονομάζῃ if you call yourself a Judean Ro 2:17. εἰ κατακαυχᾶσαι, οὐ σὺ βαστάζεις if you do boast, (remember) you do not support 11:18 al. In Paul the verb is freq. missing, and is to be supplied fr. the context: εἰ Χριστὸς ἐν ὑμῖν (sc. ἐστιν), τὸ μὲν σῶμα νεκρόν (sc. ἐστιν) 8:10. εἰ τέκνα (sc. ἐστέ) if you are children, then … vs. 17, εἰ χάριτι (γέγονεν), οὐκέτι ἐξ ἔργων 11:6 al. The negative in clauses where the reality of the condition is taken for granted is οὐ (earlier Gk. μή [for exception s. Goodwin p. 138f]; s. B-D-F §428, 1): εἰ οὐ δύναται τοῦτο παρελθεῖν Mt 26:42. εἰ δὲ ὑμεῖς οὐκ ἀφίετε Mk 11:25 [26] v.l. εἰ πιστοὶ οὐκ ἐγένεσθε Lk 16:11f; εἰ οὐκ ἀκούουσιν vs. 31. εἰ οὐ φοβοῦμαι Lk 18:4; cp. J 5:47; 10:37; Ro 8:9; 11:21; 1 Cor 7:9; 9:2; 11:6; 15:13ff, 29, 32; 16:22 al. εἰ is rarely found w. the future εἰ πάντες σκανδαλισθήσονται Mt 26:33; Mk 14:29; εἰ ἀρνησόμεθα 2 Ti 2:12 (cp. Just., A I, 31, 6 εἰ μὴ ἀρνοῖντο Ἰησοῦν); εἰ ὑπομενεῖτε 1 Pt 2:20; εἰ καὶ οὐ δώσει (class. ἐὰν καὶ μὴ δῷ B-D-F §372, 3; Rob. 1012) Lk 11:8. W. aor., when events are regarded as having taken place Mt 24:22; Mk 3:26; 13:20.
    β. w. the pres., impf., aor., or plpf. indic. to express an unreal (contrary to fact) condition (B-D-F §360; 372; Rob. 1012ff). ἄν is usu. found in the apodosis (regularly in class.) εἰ ἐν Τύρῳ καὶ Σίδωνι ἐγένοντο αἱ δυνάμεις, πάλαι ἂν μετενόησαν if the wonders had been done in T. and S., they would have repented long ago Mt 11:21. εἰ ἤμεθα ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν πατέρων ἡμῶν if we had lived in the days of our fathers 23:30. εἰ ᾔδει ὁ οἰκοδεσπότης if the master of the house had known 24:43 (cp. Just., A I, 12, 2 εἰ … ταῦτα ἐγίνωσκον; 18, 1 al.) εἰ ἦν προφήτης, ἐγίνωσκεν ἄν if he were a prophet, he would know Lk 7:39 al. The pres. indic. εἰ ἔχετε (v.l. εἴχετε) πίστιν … ἐλέγετε ἄν if you had faith … you would say Lk 17:6. Somet. ἄν is lacking in the apodosis (Polyaenus 2, 3, 5 εἰ ἐπεποιήκειμεν … νῦν ἐχρῆν=if we had done … it would have been necessary; Mitt-Wilck. II/2, 16, 18 [II B.C.]; PRein I, 7 [II B.C.]; POxy 526, 10; 530, 8 and 17; Just., A I, 10, 6; 11:2 al.—PMelcher, De sermone Epict., diss. Halle 1905, 75; Mlt. 200f) εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο if this man were not from God, he would not have been able to … J 9:33. εἰ μὴ ἦλθον, ἁμαρτίαν οὐκ εἴχοσαν if I had not come, they would not have sin 15:22; cp. vs. 24. W. the apodosis placed first Mk 9:42 (v.l. περιέκειτο), Lk 17:2; J 19:11.
    εἰ w. subj., as καὶ εἴ τις θελήσῃ Rv 11:5 (s. 7 below), is unusual, perh. a textual error; B-D-F §372, 3 conjectures κἄν for καὶ εἰ. But εἰ w. subj. is found in the older poets and Hdt. (Kühner-G. II 474), in Aristoph., Equ. 698 et al., in var. dialects (EHermann, Griech. Forschungen I 1912, 277f) and in later times (e.g. Epict., Vett. Val., Lucian [ed. CJacobitz, Index graec. 473a]; Philostrat., Vi. Apoll. p. 84, 28; 197, 9; ins [Rdm.2 199]; PRyl 234, 12; POxy 496, 11; Dt 8:5); B-D-F §372, 3; Mlt. 187; Reinhold 107; OSchulthess, AKaegi Festschr. 1919, 161f.
    εἰ w. the optative is rare: εἰ καὶ πάσχοιτε … μακάριοι even if you should suffer, … you would be blessed 1 Pt 3:14. εἰ θέλοι (v.l. θέλει) τὸ θέλημα τοῦ θεοῦ if it should be God’s will vs. 17. εἴ τι ἔχοιεν (sc. κατηγορεῖν; cp. Just., A I, 3, 1 εἰ … μηδὲν ἔχοι τις ἐλέγχειν) πρὸς ἐμέ if they should have any charges to bring against me Ac 24:19. εἰ δυνατὸν εἴη (Jos., Ant. 12, 12) if it should be possible 20:16 (but s. B-D-F §385, 2; Just., A II, 15, 2 εἰ δύναιντο). εἰ τύχοι is used as a formula (oft. in later wr., incl. Philo; s. KReik, D. Opt. bei Polyb. u. Philo 1907, 154; Just., A I, 27, 3) it may be, for example, perhaps 1 Cor 15:37; used to tone down an assertion which may be too bold 14:10 (Lucian, Icar. 6 καὶ πολλάκις, εἰ τύχοι, μηδὲ ὁπόσοι στάδιοι Μεγαρόθεν Ἀθήναζέ εἰσιν, ἀκριβῶς ἐπιστάμενοι ‘and many times, so it appears, not even knowing how many stades it is from Megara to Athens’).
    marker of an indirect question as content, that (Kühner-G. II 369, 8; Rob. 965. Cp. Appian, Bell. Civ. 5, 67 §283 ἀγανακτέω εἰ=be exasperated that; Sir 23:14 θελήσεις εἰ μὴ ἐγεννήθης; 2 Macc 14:28; 4 Macc 2:1; 4:7. S. on θαυμάζω 1aγ) ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκεν he was surprised that he was already dead Mk 15:44a. μὴ θαυμάζετε εἰ μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος do not wonder that the world hates you 1J 3:13; θαυμαζόντων …, εἰ τοσαύτη σπουδὴ ἦν τοῦ συλληφθῆναι that there was such interest in arresting MPol 7:2; AcPlCor 2:2 (cp. Just., A II, 8, 3 οὐδὲν … θαυμαστόν, εἰ). Sim. also (Procop. Soph., Ep. 123 χάριν ἔχειν εἰ=that) μαρτυρόμενος … εἰ παθητὸς ὁ Χριστός testifying … that the Christ was to suffer (s. πάσχω 3aα) Ac 26:23.—οὐ μέγα εἰ it is not surprising that 2 Cor 11:15 (cp. Aeschin., In Ctes. 94 ἐστὶ δεινὸν εἰ; Diod S 23, 15, 5, παράδοξον … εἰ=incredible … that; ibid. θαυμαστὸν εἰ; Gen 45:28 μέγα μοί ἐστιν εἰ).— That is also poss. after verbs of knowing or not knowing, e.g. J 9:25; Ac 19:2b; 1 Cor 1:16; 7:16; so CBurchard, ZNW 52, ’61, 73–82 but s. 5bα.
    marker in causal clauses, when an actual case is taken as a supposition, where we also can use if instead of since: εἰ τὸν χόρτον … ὁ θεὸς οὕτως ἀμφιέννυσιν if God so clothes the grass Mt 6:30; Lk 12:28; cp. Mt 7:11; Lk 11:13; J 7:23; 10:35; 13:14, 17, 32; Ac 4:9; 11:17; Ro 6:8; 15:27; Col 2:20; Hb 7:15; 1 Pt 1:17; 1J 4:11.
    marker of strong or solemn assertion, without apodosis (=in aposiopesis; B-D-F §482; Rob. 1203) εἰ ἔγνως if you only knew Lk 19:42. εἰ βούλει παρενέγκαι if you would only let (this) pass 22:42 v.l. (cp. the letter fr. IV B.C. in Dssm., LO 120, note 5 [LAE 149]).—Hebraistic in oaths, like אִם: may this or that happen to me, if … (cp. 2 Km 3:25; GBuchanan, HTR 58, ’65, 319–24); this amounts to a strong negation certainly not (cp. Ps 7:4f; Gen 14:23) ἀμὴν λέγω ὑμῖν εἰ δοθήσεται truly, I tell you, it will not be given Mk 8:12 (NColeman, JTS 28, 1927, 159–67 interprets this as strongly positive; against him FBurkitt, ibid. 274–76). εἰ εἰσελεύσονται they shall certainly not enter Hb 3:11; 4:3, 5 (all 3 Ps 94:11); B-D-F §372, 4; 454, 5; Mlt-H. 468f; Rob. 94; 1024.
    marker of direct and indirect questions (without particle following)
    (not in earlier Gk., B-D-F §440, 3; Rob. 916) w. direct questions (Gen 17:17; 44:19; Am 3:3–6; 6:12; TestAbr A 15 p.96, 8 [Stone p. 40]; 18 p. 100, 13 [St. p. 48]): εἰ ἔξεστιν; is it permitted, may one? Mt 12:10; 19:3 (cp. Mk 10:2); Lk 14:3 v.l.; Ac 21:37; 22:25. εἰ ὀλίγοι οἱ σωζόμενοι; are there only a few who will be saved? Lk 13:23; cp. Mk 8:23; Lk 22:49; Ac 1:6; 7:1; 19:2a. Cp. 6aβ.
    freq. in indir. questions whether (Hom. et al.)
    α. w. pres. indic. (Gen 27:21; 42:16; TestJob 31:1; Jos., Ant. 10, 259; 16, 225; Ar 8, 1; Just., A I, 2, 2; A II, 2, 10) εἴπῃς εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός whether you are the Christ Mt 26:63. εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν whether he is a sinner J 9:25; εἰ πνεῦμα ἅγιον ἔστιν whether there is a holy spirit Ac 19:2b (s. 2 above). ἴδωμεν εἰ ἔρχεται Mt 27:49; Mk 15:36 (Lucian, Dial. Mort. 20, 3 φέρʼ ἴδω εἰ=let me see whether, Merc. Cond. 6); cp. Mk 10:2; Lk 14:31; 1 Cor 3:12; 2 Cor 13:5; 1J 4:1.—W. the fut. indic. (4 Km 1:2; Job 5:1) εἰ θεραπεύσει αὐτόν whether he would heal him Mk 3:2 (v.l. θεραπεύει); Lk 6:7 v.l.; εἰ σώσεις whether you will save 1 Cor 7:16.—W. the aor. indic. (Esth 4:14; w. plpf. Just., D. 56, 2) εἰ πάλαι ἀπέθανεν whether he had already died Mk 15:44b; εἰ ἐβάπτισα 1 Cor 1:16.
    β. w. subj. διώκω εἰ καταλάβω I press on (to see) whether I can capture Phil 3:12 (B-D-F §368; 375; Rob. 1017).
    γ. w. opt. (X., An. 1, 8, 15; 2, 1, 15; 4 Macc 9:27; 11:13) ἀνακρίνοντες … εἰ ἔχοι ταῦτα examining … to see whether this was really so Ac 17:11. εἰ βούλοιτο πορεύεσθαι 25:20; cp. 17:27.
    In combination w. other particles, w. the other particles foll.
    εἰ ἄρα
    α. expressing possibility if, indeed; if, in fact; whether (perhaps) (X., An. 3, 2, 22; SIG 834, 12; Gen 18:3; s. B-D-F §454, 2) 1 Cor 15:15 (εἴπερ ἄρα); Hv 3, 4, 3; 3, 7, 5; Hs 6, 4, 1; 8, 3, 3; 9, 5, 7; AcPt Ox 849, 6.
    β. introducing a direct question εἰ ἄρα ταῦτα οὕτως ἔχει; is it (really) so? Ac 7:1 v.l.; indirect qu. on the chance that (PPetr II, 13 [19] 9 ‘should you find it impossible’; Num 22:11) Mk 11:13; Ac 5:8 D; 8:22; in the hope that 17:27 (εἰ ἄρα γε); AcPt Ox 849, 2; 22. Cp. εἰ δέ … ; What if …? Ac 23:9.
    εἴ γε if indeed, inasmuch as (Kühner-G. II 177c) Eph 3:2; 4:21; Col 1:23. τοσαῦτα ἐπάθετε εἰκῇ; εἴ γε καὶ εἰκῇ have you experienced so many things in vain? If it really was in vain Gal 3:4. εἴ γε καὶ ἐκδυσάμενοι οὐ γυμνοὶ εὑρεθησόμεθα assuming, of course, that having put it off we shall not be found naked 2 Cor 5:3. [εἴ γ]ε οὕτως ὡς [ἔστιν καὶ παρελάβετε τὸν λόγον] AcPl BMM recto, 31f (restoration based on duplicate Ox 1602 verso, 37f and AcPl Ha 8, 24f, which has a slightly difft. text after εἴ γε [s. also the text of Ghent 62, 17 in HSanders, HTR 31, ’38, 79, n. 2]). S. γέ bα.
    εἰ δὲ καί (Just., D. 110, 1) but if, and if Lk 11:18; 1 Cor 4:7; and even if 2 Cor 4:3 (but s. Lietzmann, Hdb.); 11:6. If, on the other hand, … then AcPlCor 2:28 (εἰ … δέ … καί … μή).
    εἰ δὲ μή (γε) if not, otherwise
    α. after affirmat. clauses, w. the aor. ind, and ἄν in the apodosis J 14:2; or pres. ind. (Demosth., Prooem. 29, 3) and fut. (Gen 30:1; Bel 29 Theod.; PLond 1912, 98) Rv 2:5, 16; or pres. impv. J 14:11.—εἰ δὲ μή γε (μήγε some edd.) otherwise (Pla. et al.; Epict. 3, 22, 27; Jos., Bell. 6, 120, Ant. 17, 113; Just., D. 105, 6; IGR IV, 833; POxy 1159, 6; Mitt-Wilck. I/2, 167, 25; PGM 4, 2629; Da 3:15; Bel 8; TestSol 13:3 P): εἰ δὲ μή γε (sc. προσέχετε), μισθὸν οὐκ ἔχετε otherwise you have no reward Mt 6:1; cp. Lk 10:6. Elliptically: κἂν μὲν ποιήσῃ καρπὸν εἰς τὸ μέλλον• εἰ δὲ μή γε, ἐκκόψεις αὐτήν who knows, it may bear fruit next year; if not, fine, then cut it down (= have it cut down) 13:9.
    β. after negat. clauses, otherwise (X., An. 7, 1, 8; Diod S 3, 47, 4; Dio Chrys. 10 [11], 100; LBW 1651 μὴ ἀδικεῖν…, εἰ δὲ μή; UPZ 196 I, 33 [119 B.C.]; Job 32:22) Mk 2:21f.—After a negative statement: οὐδὲ βάλλουσιν οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς παλαιούς. εἰ δὲ μή γε, ῥήγνυνται people do not pour new wine into old skins; otherwise they burst Mt 9:17; cp. Lk 5:36. μή τίς με δόξῃ ἄφρονα εἶναι• εἰ δὲ μή γε, κἂν ὡς ἄφρονα δέχασθέ με no one is to consider me foolish; otherwise at least accept me as a fool 2 Cor 11:16.
    εἰ καί even if, even though, although Lk 11:8; 18:4; 1 Cor 7:21; 2 Cor 4:16; 7:8; 12:11; Phil 2:17; Col 2:5; Hb 6:9; AcPlCor 2:32.
    εἰ μὲν γάρ for if Ac 25:11 v.l. (for εἰ μὲν οὖν); 2 Cor 11:4; Hb 8:4 v.l. (for εἰ μὲν οὖν).
    εἰ μὲν οὖν if, then Hb 7:11. W. εἰ δέ foll. (X., Cyr. 8, 7, 22; Ael. Aristid. 28, 156 K.=49 p. 542 D.) Ac 19:38.
    εἰ μέντοι if, on the other hand Js 2:8.
    εἰ μή (=πλήν) but 1 Cor 7:17 (= in general) (B-D-F §376).—After negatives
    α. except, if not, mostly without a verb depending on εἰ μή (X., An. 2, 1, 12; JosAs 12:11; Just., A I, 29, 1) Mt 11:27; 12:24; 16:4; J 3:13; Ro 7:7; Gal 1:19 (HKoch, Z. Jakobusfrage Gal 1:19: ZNW 33, ’34, 204–9); but also with a verb (Jos., Ant. 8, 316) Mt 5:13; Mk 6:5; Ac 21:25 v.l.
    β. but (OGI 201, 20f οὐκ ἀφῶ αὐτοὺς καθεσθῆναι εἰς τὴν σκιάν, εἰ μὴ ὑπὸ ἡλίου ἔξω; in note 33 the ed. gives exx. fr. Aristoph. for this use) without a verb Mt 12:4; w. a verb (Theod. Prodr. 7, 426 H.) Gal 1:7, s. ἄλλος 2b. For ἐκτὸς εἰ μή s. ἐκτός 3a.
    εἰ μήτι unless indeed, unless perhaps (Ael. Aristid. 46 p. 198 D.; Jos., Ant. 4, 280; Tat. 10, 2) Lk 9:13; 2 Cor 13:5; w. ἄν (Ps.-Clem., Hom. 16, 4) 1 Cor 7:5 (s. Dssm., NB 32, 1 [BS 204 n.]; B-D-F §376; Mlt. 169; 239; Reinhold 35; JTrunk, De Basilio Magno sermonis Attic. imitatore 1911, 56; JWackernagel, Antike Anredeformen 1912, 27f).
    εἰ οὖν if, therefore Mt 6:23; Lk 11:36; 12:26; J 13:14; 18:8; Col 3:1; Phlm 17.
    εἴπερ if indeed, if after all, since (X., An. 1, 7, 9; Menand., Epitr. 907 S. [587 Kö.]; PHal 7, 6; UPZ 59, 29 [168 B.C.]; Jdth 6:9; TestJob 3:6; Just., Tat., Ath.) Ro 3:30 (ἐπείπερ v.l.); 8:9, 17; 2 Th 1:6.if indeed, provided that εἴπερ ἄρα (ἄρα 1a) 1 Cor 15:15. καὶ γὰρ εἴπερ for even if (cp. Od. 1, 167; B-D-F §454, 2) 1 Cor 8:5; on 2 Cor 5:3 s. εἴ γε καί 6b above. Doubtful IEph 6:2; s. ἤ 2aβ.
    if perchance, if haply εἰ δέ που … τις ἔλθοι if perchance … anyone came Papias (2:4).
    εἴ πως (the spelling εἴπως is also correct; B-D-F §12) if perhaps, if somehow
    α. w. opt. (X., An. 2, 5, 2; 4, 1, 21; POxy 939, 15) εἴ πως δύναιντο παραχειμάσαι in the hope that they could spend the winter Ac 27:12.
    β. w. fut. indic. (3 Km 21:31; 4 Km 19:4; Jer 28:8; TestJos 6:6) εἴ πως εὐοδωθήσομαι whether, perhaps, I shall succeed Ro 1:10; cp. 11:14; Phil 3:11.
    εἴτε … εἴτε (Soph. et al.; ins since 416 B.C. [Meisterhans3-Schw.]; pap [Mayser II/3, 159]; LXX; JosAs 5:9; ApcrEzk [Epiph 70, 11]; Jos., Ant. 16, 33 and 37; Just., Ath. B-D-F §446; 454, 3; Rob. ind.) if … (or) if, whether … or
    α. w. a verb in pres. indic. (Herm. Wr. 12, 22 thrice) 1 Cor 12:26; 2 Cor 1:6; or pres. subj. 1 Th 5:10.
    β. w. no verb (Just., D. 86, 3 al.) Ro 12:6–8; 1 Cor 3:22; 8:5; 2 Cor 5:10 al. εἴτε only once 1 Cor 14:27. εἴτε ἄρσενα εἴτε θήλειαν (ἤτε … ἤτε pap) GJs 4:1.
    Used w. the indef. pron.: εἴ τις, εἴ τι everyone who or whoever; everything that or whatever Mt 16:24; 18:28; Mk 4:23; 9:35; Lk 9:23; 14:26; 1 Ti 3:1, 5; 5:4, 8, 16 al. Cp. 1 Cor 12:31 v.l. (ADebrunner, ConNeot XI, ’47, 37). W. subj. εἴ τις θελήσῃ Rv 11:5 s. 1b, above.—DELG. M-M.
    2
    εἰ μήν, more correctly εἶ μήν (B-D-F §24; Rob. 1150) for the older ἦ μήν (Hom. et al. [s. Denniston 350f], but found also Jos., Ant. 13, 76; 17, 42), in Hellenistic-Roman times (SIG 993, 20 [III B.C.]; 736, 27 [92 B.C.]; IG IV, 840, 15 [EHermann, Gr. Forschungen I 1912, 312]; pap since 112 B.C. [Mayser 78]; LXX e.g. Ezk 33:27; 34:8 al.; Num 14:28; Jdth 1:12; Bar 2:29 [Thackeray 83]) formula used in oaths surely, certainly Hb 6:14 (Gen 22:17).—Dssm., NB 33ff (BS 205ff).—M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > εἰ

См. также в других словарях:

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

  • Ιανός — (Ianus). Θεότητα των Ρωμαίων. Από τον Ι. πήρε την ονομασία του ο πρώτος μήνας του έτους, ο Ιανουάριος (Ianuarius). Εκτός από την πρώτη ημέρα του έτους (καλένδες του Ιανουαρίου), ήταν αφιερωμένη σε αυτόν και η αρχή κάθε σημαντικής ημέρας (από τον… …   Dictionary of Greek

  • εφηβεία — Περίοδος της ζωής του ανθρώπου η οποία –ανάλογα με το άτομο– διαρκεί περίπου επτά χρόνια. Ξεκινά κατά την ηλικιακή περίοδο μεταξύ 11 και 14 ετών και αποτελεί μία από τις σημαντικότερες φάσεις της εξελικτικής ηλικίας. Χαρακτηρίζεται από… …   Dictionary of Greek

  • Alea iacta est — ist lateinisch und bedeutet wörtlich übersetzt „Der Würfel ist geworfen worden“. Die traditionelle deutsche Übersetzung lautet jedoch frei „Der Würfel ist gefallen!“ oder „Die Würfel sind gefallen!“, wobei der Lateiner eher das Passiv, der… …   Deutsch Wikipedia

  • Alea iacta sunt — alea iacta est ist lateinisch und bedeutet wörtlich übersetzt „Der Würfel ist geworfen worden“. Die traditionelle deutsche Übersetzung lautet jedoch frei „Der Würfel ist gefallen!“ oder „Die Würfel sind gefallen!“, wobei der Lateiner eher das… …   Deutsch Wikipedia

  • Aleum iacta est — alea iacta est ist lateinisch und bedeutet wörtlich übersetzt „Der Würfel ist geworfen worden“. Die traditionelle deutsche Übersetzung lautet jedoch frei „Der Würfel ist gefallen!“ oder „Die Würfel sind gefallen!“, wobei der Lateiner eher das… …   Deutsch Wikipedia

  • Anerriphtho kybos — alea iacta est ist lateinisch und bedeutet wörtlich übersetzt „Der Würfel ist geworfen worden“. Die traditionelle deutsche Übersetzung lautet jedoch frei „Der Würfel ist gefallen!“ oder „Die Würfel sind gefallen!“, wobei der Lateiner eher das… …   Deutsch Wikipedia

  • Der Würfel ist geworfen — alea iacta est ist lateinisch und bedeutet wörtlich übersetzt „Der Würfel ist geworfen worden“. Die traditionelle deutsche Übersetzung lautet jedoch frei „Der Würfel ist gefallen!“ oder „Die Würfel sind gefallen!“, wobei der Lateiner eher das… …   Deutsch Wikipedia

  • alea iacta est — ist ein lateinischer Ausdruck des Glücksspiels und bedeutet wörtlich übersetzt: „Der Würfel ist geworfen (worden)“. Es entspricht dem „Nichts geht mehr“ (Rien ne va plus) im Roulette und bedeutet, dass ein gemachter Einsatz nun nicht mehr… …   Deutsch Wikipedia

  • πραγματισμός — (pragmatisme). Τάση της σύγχρονης φιλοσοφίας της οποίας το όνομα (από την ελληνική λέξη πράγμα) υπογραμμίζει ότι το κριτήριο για την αξιολόγηση κάθε θεωρητικής αρχής αποτελείται από τις πρακτικές συνέπειες που προκύπτουν από αυτήν, θεμελιωτής της …   Dictionary of Greek

  • Γκέτε, Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον- — (Johann Wolfgang von Goethe, Φρανκφούρτη 1749 – Βαϊμάρη 1832). Γερμανός ποιητής. Γιος του αυτοκρατορικού συμβούλου Γιόχαν Κάσπαρ, ανθρώπου αυστηρού με ουμανιστικά ενδιαφέροντα, και της Καταρίνα Ελίζαμπετ Τέξτορ, σπούδασε νομικά στη Λειψία, όπου… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»