Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀττεύεσϑαι

См. также в других словарях:

  • ὀττεύεσθαι — ὀττεύομαι divine from an ominous voice pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οττεύομαι — ὀττεύομαι (Α) 1. μαντεύω από κάποιο προφητικό ήχο ή φωνή («ὀττεύεσθαι ταῑς τούτων κληδόσι», Πλούτ.) 2. προαισθάνομαι, προμαντεύω κάτι («τὸ μέλλον ὀττευσάμενοι», Πολ.) 3. (με απρμφ.) προαισθάνομαι ότι, προβλέπω ότι, προλέγω ότι 4. θεωρώ κάτι ως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»