-
21 νόμιμος
A conformable to custom, usage, or law, ν. ὅρκος Lexap.And.1.98;ν. ἔρωτες Gorg.Fr.6
D.;ἔργα δίκαια καὶ ν. Democr.174
; legitimate,ν. παῖδες E.Ph. 815
(lyr.): hence, customary, prescriptive, φῶς ib. 345 (lyr.), etc.;οἱ ν. θεοί Pl.Lg. 954a
;ἡ ἐπίδεσις ἡ ν. Hp.Art.14
;νόμιμόν [ἐστί] τινι ποιεῖν τι X.Cyr.8.8.8
;ν. τινὰ δεδέσθαι Id.Mem.1.2.49
.2 observant of law, Choeril.3, Antipho 2.2.12, Archyt. ap. Stob.4.5.61;ν. καὶ κόσμιοι Pl.Grg. 504d
; ν. πόλις Isoc.l.c.II νόμιμα, τά, usages, customs,ἄλλα ἄλλοισιν νόμιμα, σφετέραν δ' αἰνεῖ δίκαν ἕκαστος Pi.Fr. 215
, cf. A.Th. 334 (lyr.), Hdt.2.79; ν. Δωρικά, Χαλκιδικά, Th.6.4,5;τὰ κοινὰ τῶν Ἑλλήνων ν. Id.3.59
; almost, = νόμοι, ἄγραπτα ν. S.Ant. 455;ν. θεῶν E.Supp. 19
;τὰ εἰωθότα ν. Pl.Phdr. 265a
;ἄγραφα ν. Id.Lg. 793a
, D.23.70; τὰ περὶ τοὺς θεοὺς ν., τὸ πρὸς τοὺς πολεμίους ν., X.Mem.4.6.4, Cyr.1.6.34; ν. βαρβαρικά, title of treatise by Aristotle: rare in sg.,τὸ πάντων ν. Emp.135.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νόμιμος
-
22 προΐημι
Aπροΐει Il.2.752
; [ per.] 3sg. subj. προϊῇ (v.l. 3 opt. προΐοι) h.Ven. 152: [tense] impf. προΐειν, εις, ει, Il.1.326, 336, Od.9.88, 10.100, etc.: [tense] fut. προήσω: [tense] aor. 1 προῆκα, [dialect] Ep. προέηκα, both in Hom.: [tense] aor. 2 ind. [ per.] 3pl.πρόεσαν Od.8.399
; opt.προεῖεν X.An. 7.2.15
codd.; imper.πρόες Il.16.241
(on the accent, v. Hdn.Gr.2.931), [ per.] 3sg.προέτω 11.796
; inf. προέμεν for προεῖναι, Od.10.155:—[voice] Med., [tense] aor. 1προηκάμην D.19.78
,84, 32.15, etc.: [tense] aor. 2 opt. πρόοιντο orπροοῖντο Th.1.120
, D.18.254, cf. X.An.1.9.10:—[voice] Pass., [tense] pf. προεῖμαι, [tense] plpf. προεῖτο, D. (v. infr. 11.1). [On the quantity, v. ἵημι.]:—send forth, send forward, Il.1.195 (tm.), 326, 336, etc.; esp. send troops forward, X. Cyr. 7.1.22,27 : also, send a thing or person to another,ἀγγελίας Od.2.92
;ἐπ' Αἴαντα.. κήρυκα Il.12.342
;τῷ κῦδος ἅμα πρόες 16.241
: in Hom. freq. with inf. added to define the action,Ταλθύβιον προΐει.. ἰέναι Il.3.118
;αἰετὼ.. προέηκε πέτεσθαι Od.2.147
; [οὖρον] προέηκεν ἀῆναι 3.183
; π. τινὰ διδασκέμεναι, μυθήσασθαι, πυθέσθαι, Il.9.442, 11.201, 649;ἑτάρους π. πεύθεσθαι Od.9.88
; so βασιλευέμεν τοι προήσειν will allow thee to.., Pi.P.4.166.2 dismiss, let go, τινα Il.4.398; τήνδε θεῷ πρόες let her go to the god, i.e. in reverence to him, 1.127.3 let loose, let fall, esp. thoughtlessly, ἔπος προέηκε let drop a word, Od.14.466;φήμην 20.105
; πηδάλιον ἐκ χειρῶν προέηκε he let the helm slip from his hands, 5.316: with inf., πόδα προέηκε φέρεσθαι let slip his foot so that it fell, 19.468.4 with direct purpose, cast, of a fisherman,ἐς πόντον π. βοὸς κέρας 12.253
.5 of missiles, discharge, shoot, ἔγχος, βέλος, ὀϊστόν, etc., Il.5.15, 280, 11.270, 13.662, etc.; ἀκόντια π. ἐπὶ τὸν νεβρόν f.l. in X.Cyn.9.6 of a river, ἐς Πηνειὸν προΐει ὕδωρ it pours its water into the Peneius, Il.2.752, cf. Hes.Fr.37, E.Hipp. 124 (lyr.).II give up, deliver, betray one to his enemy, Hdt.1.159, 3.137; χρήματα μέν σφι π. offering to give them.., Id.1.24, cf. Ar.Nu. 1214;τὰς ναῦς π. τινί Th.8.32
: with an inf. added,γυναῖκα.. π. ἀπάγεσθαι Hdt.2.115
:—[voice] Pass., to be given or thrown away,εἰ ταῦτα προεῖτ' ἀκονιτεί D.18.200
;καιροὶ προεῖνται Id.19.8
, cf. 25.10.2 ἐπὶ τὸ αὐτίκα ἡδὺ π. αὑτούς devote themselves to.., X.Cyr.7.5.76.B in Prose mostly in [voice] Med. (not found in Hom.), send forward from oneself, drive forward,τὸν λαγὼ εἰς τὰς ἄρκυς X.Cyn.6.10
(s. v.l.): c. inf., τοὺς ἐρῶντας ἵμερος δρᾶν προΐεται forces them on to do, S.Fr.149.9 codd. Stob.2 of sounds, utter,τὴν φωνήν Aeschin.2.23
, etc.;λόγον Ti.Locr.100c
;ῥῆμα D.19.118
; π. πᾶσαν φωνήν use all sorts of entreaties, Plb.3.84.10, etc.;π. τῶν ἀπορρήτων οὐδὲν οὐδενί Id.3.20.3
, etc.3 emit, π. γονήν, σπέρμα, κόπρον, βλαστούς, etc.,Arist.GA 719b3, 721a30, HA 554b1, Thphr. CP1.12.9, etc.;κλημάτια.. προϊέμενα ῥίζας Dsc.4.29
.II give up, let go, προέμενον αὐτῇ (sc. τὴν χεῖρα) Hdt. 2.121.έ; give up to the enemy,Κέρκυραν τοῖς Κορινθίοις Th.1.44
, cf. D.18.72, 21.213; abandon, Id.19.152; π. σφᾶς αὐτούς gave themselves up as lost, Th.2.51;αὑτὸν τοῖς πολεμίοις X.An.5.8.14
;σφᾶς αὐτοὺς καὶ τὰ ὅπλα Polyaen.4.3.4
;τὸν βίον Plu.Ant.53
: abs., give up hope, Jul.Or.8.250a.2 desert, abandon,εἰ τὰ κάτω προοῖντο Th.1.120
, cf. 6.78, X.An.1.9.10, etc.; οὐδαμῇ προΐενθ' αὑτούς did not lose themselves (i.e. take bribes), D.19.139;τι τῶν πρὸς τὴν πολιτείαν Arist.Pol. 1307b4
.3 give away, give freely,ἔρανον τῇ πόλει Th. 2.43
;τὰ ἑαυτῶν D.34.52
;ὑμῖν οὐδὲν προεῖνται τῶν σφετέρων Lys. 21.12
;ἀπὸ τῶν ἰδίων D.18.114
; εὐεργεσίαν ἄνευ μισθοῦ without a stipulated fee, leaving it to one's honour, Pl.Grg. 520c, cf. Phdr. 231c, X.An.7.7.47; give up without payment received,τὴν ἀλλαγήν Pl.Lg. 849e
.c pay, in kind or in money, PHib.1.76.2 (iii B.C.), UPZ23.18 and 26, 26.12 (ii B.C.), PAmh.61.11 (ii B.C.), SIG694.60 (Elaea, ii B.C.).5 throw away,τὰ ἴδια X.Cyn.12.11
codd.; π. τὸν καιρόν, τὸ παρόν, Lycurg.126, D.1.9; καθ' ἕκαστον ἀεί τι τῶν πραγμάτων ib.14;πολλὰ τῶν κοινῶν Id.18.134
;εἰ οὗτοι χρήματα.. μὴ προοῖντ' ἄν, πῶς ὑμῖν. καλὸν τὸν ὅρκον προέσθαι; Id.21.212
;μηδενὸς κέρδους τὰ κοινὰ δίκαια π. Id.6.10
; τὰ πατρῷα, τὰ τῆς δημοκρατίας ἰσχυρά, Aeschin.3.173, 234; πόλεων.. ὧν ἦμέν ποτε κύριοι.. προϊεμένους (gen. by attraction of the relat. ὧν) D.2.2;τὴν ψυχὴν π. Porph.Abst. 2.13
: abs., throw away one's advantage, Arist.Rh. 1398a2, cf.EN 1114a17 (less freq. neglect a disadvantage,π. κακόν τι Lib.Or.21.27
); to be lavish, Arist. Rh. 1366b7.6 with part., inf., or Adj., ἡμᾶς προέσθαι ἀδικουμένους suffer us to be wronged, Th.2.73, cf. Plb.30.7.4;προέμενοι ἀπολέσθαι αὐτούς X.HG2.3.35
;π. τισὶν ὑμᾶς ἐξαπατῆσαι D.16.3
, cf. Lys.13.23, etc.;π. τὰ ἴδια ἀνομοθέτητα Pl.Lg. 780a
; also τοὺς Ἕλληναςεἰς ὅουλείαν π. D.10.25
, cf. 5.15.7 suffer to escape,ἐκ τοιούτων τοὺς ὑπεναντίους Plb.3.94.8
;τινὰ ἐκ τῆς πόλεως Id.4.4.3
; let pass,διὰ κενῆς τὸν χρόνον Id.3.70.10
; let slip, utter, μαλθακοὺς λόγους φρενός dub. in E.Med. 1052.8 rarely in good sense, confide, entrust to one, X. Cyr. 5.2.9;τὰ τέκνα τισὶν εἰς ὁμηρίαν Plb.28.4.7
: abs., X.An.7.3.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προΐημι
-
23 συγκύπτω
A bend forwards, stoop and lay heads together, ; σ. πρὸς ἀλλήλας, of mares, Arist. HA 572a23: metaph., οἱ κακοῦντες τὰ κοινὰ συγκύψαντες ποιεῦσι they do it in concert, Hdt.3.82, cf. 7.145;καὶ συγκύψαντες ἅπαντες γελῶσιν Phryn.Com.3.6
; .II to be bowed down, bent double, as under a burden, Ev.Luc. 13.11, Philostr.Im.2.20;συγκεκῡφώς Them.Or.7.90b
;σ. τῷ προσώπῳ LXX Jb.9.27
; μελανίᾳ ib.Si.19.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκύπτω
-
24 χώρα
A = χῶρος, space or room in which a thing is, defined as partly occupied space, distd. fr. κενόν and τόπος, Zeno Stoic. 1.26 (cf.2.163), S.E.P.3.124;ποταγορεύοντι τὰν ὕλαν τόπον καὶ χώραν Ti.Locr.94b
(inὁ τόπος τῆς χ. Pl.Lg. 705c
χώρα = country (cf. 11.1); so );οὐδέ τι πολλὴ χώρη μεσσηγύς Il.23.521
;νόμισμα.. χώρας μεγάλης δέοιτ' ἄν X.Lac.7.5
; χώραν τινὶ καταλιπεῖν leave room for it, Plu.2.123f, etc.2 generally, place, spot, στρέψεσθ' ἐκ χώρης ὅθι .. Il.6.516, cf. Od.16.352;ὀλίγῃ ἐνὶ χ. Il. 17.394
; χώραν ἐκ χώρας μεταβάλλειν move from place to place, Pl.Tht. 181c; field in a ceiling, IG42(1).103.193, 106ii139 (Epid., iv B. C.); ἡ πρώτη χ. the first field (on the chest of Cypselus), Paus.5.17.6; socket or cavity of a joint, Hp.Art.79, 80; of the eye, IG42(1).121.76 (Epid., iv B. C.); as euphemism for the genital organs, Hippiatr. 33,71.3 the position, proper place of a person or thing,ἐνὶ χώρῃ ἕζεται Il.23.349
: esp. a soldier's post, Ἄρης οὐκ ἔνι χώρα is not at his post (or perh. in the land, cf. Ar.Lys. 524) A.Ag.78 (anap.); χώραν λιπεῖν, προλείπειν, Th.4.126, 2.87; μισθοφορεῖν κεναῖς χ. draw pay for unfilled vacancies, Aeschin.3.146;ἐπιγράψαι αὐτῷ τὴν χ. UPZ14.88
(ii B. C.): later τὴν χ. τινὸς ἀποπληρῶσαι, ποιῆσαι, fill a person's place, POxy.136.15(vi A. D.), PMasp.32.11 (vi A. D.): χώραν λαβεῖν take a position, find one's place, ἕως ἂν χώραν λάβῃ [τὰ πράγματα] till they are brought into position, into order, X.Cyr.4.5.37; ; οὐκ ἂν ἔχοι χώραν νοήσεως ἡντινοῦν τὸ ἀγαθόν the Good cannot have any possibility of thinking, Plot.5.6.6; σοὶ ἀστρονομεῖν χ. your province is astronomy, Philostr. VA5.15;ἐν τοῖς ἀτέχνοις χώραν ἔχει τὸ αὐτόματον Eun.Hist.p.225D.
: freq. in the phrase ὥρα καὶ χ., time and place,ἐν ὁποία ἀξία φυτευθῆναι καὶ ὥρὰ καὶ χώρᾳ Pl.Hipparch. 225c
;ἐν ἄλλῃ καὶ χώρῃ Hp.Hum. 14
; πρὸς ὥρας καὶ χώρας καὶ διαίτας ib.16, Aph.3.3;ἥ τε τοῦ ἔτους ὥρα καὶ χ. καὶ φύσις τοῦ θεραπευομένου σώματος Gal.18(2).399
, cf. Alex. Trall.1.10, Steph.in Hp.1.161, 180 D. b. in metric, position of a foot in a verse,τὸ δακτυλικὸν δέχεται δακτύλους καὶ σπονδείους κατὰ πᾶσαν χ. Heph.7.1
, cf. 8.1;αἱ περιτταὶ χ. Id.5.1
,6.1.4 metaph., station, place, position, ἐν χώρᾳ τινὸς εἶναι to be in his position, be counted the same as he is, ἐν ἀνδραπόδων or μισθοφόρου χώρᾳ εἶναι to be in the position of slaves or mercenaries, to pass or rank as such, X.An.5.6.13, Cyr.2.1.18; ἐν οὐδεμιᾷ χ. εἶναι to have no place or rank, be in no esteem, Id.An.5.7.28;οὗ μέλλει χώρην μηδεμίαν θέμεναι Thgn.152
;τούτων τοι χώρη.. ὀλίγη τελέθει Id.822
;τὰς μεγίστας χ. ἔχειν Plb.1.43.1
.5 in senses 3 and 4 freq. with a Prep., ἐκ χώρας ὁρμᾶν, opp. πορευόμενος μάχεσθαι, X.An.3.4.33; εἰς τὰς ἑαυτῶν χ. πάρεισι are at their posts, Id.Cyr.1.2.4, cf. Theoc. 15.57;εἰς τὰς τῶν λοχαγῶν χ. καταστήσεσθαι X.Cyr.2.1.23
; ἐν χώρᾳ in one's place, at one's post,ἐν ταῖς χ. γενέσθαι Id.An.4.8.15
; ἐν χώρᾳ πίπτειν, ἀποθνῄσκειν, die at one's post, Id.HG4.2.20, 8.39; ἐπὶ χώρας ἕσσαι set it in its place, Pi.P.4.273; also μένειν ἐπὶ χώρας, = μένειν κατὰ χώραν, remain in force, OGI90.16 (Rosetta, ii B. C.), BGU183.9 (i A. D.); κατὰ χώρην εἶναι be in one's place, Hdt.4.135; [φόροι] κατὰ χώρην διατελέουσι ἔχοντες Id.6.42
, cf. Ar.Pl. 367, Ra. 793;κατὰ χ. μένειν Hdt.7.95
, 8.108, Ar.Eq. 1354, Th.4.26; ἤλπιζον.. οὐ μενεῖν κατὰ χ. τὰ πράγματα ib.76;μένει τὸ ὅρκιον κατὰ χ.
as it was, undisturbed,Hdt.
4.201; ἐᾶν κατὰ χ. τὴν πόλιν leave in its place, leave as it was, X.HG6.5.6, cf. Hdt.1.17;κατὰ χώραν μένειν τοὺς ἄλλους [νόμους] ἐᾶν D.24.5
; κατὰ χ. ἀπιέναι retire in their old order, X. An.6.4.11.II land, viz.,1 a land, country,ἅς τινας ἵκεο χώρας ἀνθρώπων Od.8.573
;ἡ χ. ἡ Ἀττική Hdt.9.13
;ἐμπορεύεσθαι εἰς τὴν χ. IG12.57.21
, cf. 63.22, al.: freq. in Trag.,Ἑλλάδα χώραν A.Pers. 271
(lyr.);Εὐβοῖδα χ. S.Tr.74
, etc.; territory, ὁ τύραννος ἢ πόλεων ἢ χ. πολλῆς [ἐπιθυμεῖ] X.Hier.4.7: pl., OGI54.11 (Adule, iii B. C.), etc.2 landed estate, X.Cyr.8.4.28, 8.6.4. b. country town,τοὺς κήρυκας διαπέμψαντες ἐς τὰς χ. Schwyzer688
B8 (Chios, v B. C.).3 the country, opp. to the town,ἡ πόλις καὶ ἡ χ. Lycurg. 1
;τὰ ἐκ τῆς χώρας Th.2.5
, X.Mem.3.6.11; ὁ ἐκ τῆς χ. γιγνόμενος σῖτος ib.13;οἱ ἐν τῇ χ. ἐργάται Id.Hier.10.5
; ἐν τῇ χώρᾳ κοιταῖον γίγνεσθαι, opp. ἐν ἄστει, Decr. ap. D.18.37; ἁ κοινὰ χ. (of two cities) IG42(1).77.2 (Epid., ii B. C.): esp. of Egypt as opp. Alexandria, OGI56.5 (Canopus, iii B. C.), PHib.1.27.167 (iii B. C.), etc. (but in PTeb.5.98 (ii B. C.) ἐν τῇ Ἀλεξα (νδρέων) χ. means 'in Alexandria'); ἡ ἄνω χ. καὶ ἡ κάτω, Upper and Lower Egypt, OGI90.46 (Rosetta, ii B. C.), cf. Wilcken Chr.109.9 (iii B. C.).— χῶρος is another form: in signf. 11 χώρα alone is used in [dialect] Att.; whereas in signf. 1 χῶρος is common, exc. in the special sense of one's proper place or post ( χῶρος and χώρα perh. cogn. with χῆρος, χῆτος). -
25 ἐπανάγω
ἐπαν-άγω [ᾰγ],A bring up: hence,2 lead or draw back, ;ἐ. τὰ δεξιά X.Eq.12.13
;τὸν ἄνθρωπον ἐπανήγαγεν ὡς ὑμᾶς D.18.133
;σύαγρον εἰς τὴν οἰκίαν Antiph.42
(s.v.l.).3 bring back, ;τὸν λόγον ἐπὶ τὴν ὑπόθεσιν X.Mem.4.6.13
;ἐ. ἐμαυτὸν ἀπὸ τῶν κακῶν Pl.Ep. 325a
; εἰς ἐλευθερίαν τὰ πράγματα v.l. in D.15.19; restore,τὰς αἱρέσεις τῶν ἱερέων εἰς τὸν δῆμον D.C.37.37
;τὸν οἶκον Philostr.VA1.28
; τὰ ἱερά ib.2 ([voice] Pass.); τὰ ἀδικήματα εἰς τὰ κοινὰ δικαστήρια ἐ. refer them to.., Pl.Lg. 846b, cf. Epicur.Ep.3p.62U.;ἐ. τὸ δισταζόμενον εἰς τὸν κανόνα UPZ110.57
(ii B.C.); but τῷ Δὶ ἐ. make acknowledgements to Zeus, ib.6:—[voice] Pass., to be referred back,ἐπαναγέσθω πάλιν ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας Arist.Pol. 1298b37
; to be restored,ἐπὶ ἀρχὰς καὶ στρατηγίας App.BC4.15
.4 ἐ. ἐπί τι lead to, entail,ἐπ' ἀλγοῦν Epicur.Sent.26
,30.III intr., withdraw, retreat, X. Cyr.4.1.3; revert,ἐπὶ τὴν ἀρχήν Plb.3.5.9
, etc.; recur, in argument,ὅθεν ἐξέβην Jul.Or.7.226c
; return,ἐπὶ ὕψιστον LXXSi.17.26
; turn back, ἀπὸ δικαιοσύνης εἰς ἁμαρτίαν ib.26.28.2ἐ. τῷ σώματι
recover one's health,Apollon.Perg.
Con.1 Praef.IV put out to sea,τὸ κέρας ἀπὸ τῆς γῆς X.HG6.2.28
: abs., Ev.Luc.5.3:—[voice] Pass., put to sea against,τινί Hdt.9.98
; ἐπανάγεσθαι ταῖς ναυσί with one's ships, Th. 8.42: abs., Hdt.7.194, X.HG2.1.24; ἐπὶ τὴν Χίον ib.1.6.38; sail up the Nile, Pstrassb.102.19 (iii B.C.).V [voice] Pass., also, to be carried to a place,ἐπαναχθέντας Hdt.4.103
, where however the v.l. ἐπαναχθέντες (in signf. iv) is to be preferred.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπανάγω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
κομφορμισμός — Η τάση του ατόμου να προσαρμόζεται στους ρυθμούς της ομάδας στην οποία ανήκει. Ο ρυθμός, αντίστοιχα, ορίζεται ως ο τύπος συμπεριφοράς που επικρατεί ευρύτατα μέσα σε μια δεδομένη ομάδα, όπου η μη τήρησή του συνεπάγεται κυρώσεις (παραδείγματος… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Μυανμάρ — Κράτος της νοτιανατολικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΑ με την Κίνα, Α με το Λάος και την Ταϊλάνδη και Δ με το Μπανγκλαντές και την Ινδία. Βρέχεται Ν από τη Θάλασσα Ανταμάν και ΝΔ από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Aπό εδαφική άποψη, η Μ. ή Bιρμανία… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek