-
1 κοινον
τό1) общность, (все) обществоπᾶσιν ἐς κ. λέγω Aesch. — я говорю всем вообще;
τὸ κ. τὸ ἡμέτερον Xen. — наше общество;ἐκ κοινοῦ Hes. — сообща, в складчину;σὺν τῷ κοινῶ Her. — с общего согласия;ἄνευ τοῦ τῶν πάντων κοινοῦ Thuc. — без общего (на то) согласия2) общество, община, государство(τῶν Σπαρτιητέων Her.)
τὰ κοινὰ τῶν Βοιωτῶν Polyb. — государство беотийцев3) тж. pl. народное собрание ( как орган власти), государственная власть, власти(τῶν Βαβυλωνίων Her.)
ἀπὸ τοῦ κοινοῦ Her. — по полномочию властей;ἥ πόλις καὴ τὸ κ. Thuc. — город и представители власти (в нем)4) тж. pl. общественные средства, казнаτρέφειν τινὰ ἀπὸ κοινοῦ Xen. — кормить кого-л. на общественный счет;ἐν τῷ κοινῷ καὴ ἐν τοῖς ἱεροῖς Thuc. — (средства, имевшиеся) как в казне, так и в храмах;πλουτεῖν ἀπὸ τῶν κοινῶν Arph. — наживаться на счет общества5) pl. общественные дела, общественная деятельность(τὰ κοινὰ πράττειν Plat., Plut.; πρὸς τὰ κοινὰ προσελθεῖν Dem.)
οἱ πρὸς τὰ κοινὰ προσεληλυθότες Aeschin. — политические деятели -
2 αποβλεπω
1) смотреть, глядеть(εἴς τινα и τι Thuc., Xen., Plut., τι и κατά τι Plut., Luc.)
2) обращать свои взоры, взирать (с надеждой, интересом или восхищением)(πρός τινα Eur., Xen., Plut., εἴς τινα Eur. и τινά Luc.; ἀποβλέπεσθαι ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων Plut.)
3) отдавать свое внимание, посвящать свои заботы(πρὸς τὰ κοινά Eur.; εἰς τὸν ἀγρόν Arph.)
-
3 κοινος
31) общий, касающийся всех, принадлежащий всем, распространяющийся на всех(ὠφέλημα θνητοῖσιν Aesch.)
κοινὰ τὰ τῶν φίλων Eur., Plat. — у друзей все общее;κοινέ ἐς φίλους ἀρωγή Soph. — помощь всем друзьям;ἥκει ὑμῖν φῶς καὴ τοῖσδε ἅπασι κοινόν Aesch. — воссиял свет и для вас, и для всех них;κοινὸν τοῦτο Λακεδαιμονίων τε καὴ Ἀθηναίων Plat. — это ( победа при Платеях) есть общее дело лакедемонян и афинян2) общий, свойственный всемοὔ μοι κοινόν τι πρὸς Ὀθρυάδαν γεγένηται Anth. — у меня ничего не было общего с Отриадом3) общий, общественный, публичный(τὸ ἀγαθόν Thuc.; τὰ χρήματα Xen.)
κοινῷ λόγῳ Her. — по общему решению;ὅ τῆς πόλεως κ. δήμιος Plat. — государственный исполнитель приговоров4) общий, общеупотребительный, обычный, обыкновенныйἡ κοινέ διάλεκτος грам. — общеупотребительный, т.е. разговорный язык;
ἥ κοινέ ἔννοια или ἐπίνοια Polyb. — здравый смысл;κ. τόπος (лат. locus communis) рит. — общее место, общеизвестная истина5) общедоступный, подлежащий оглашениюὁ μῦθος κ. οὐδαμῶς ὅδε Eur. — такое признание не должно стать всеобщим достоянием
6) участвующий в общем деле, причастныйοὐδὲ τῷ νοινῷ γέ μοι Arph. — (он ничего не дал) даже мне, (своему) сотоварищу7) родственный, родной(αἷμα Soph.)
8) беспристрастный, тж. нейтральный(φοβούμεθαύμᾶς μέ οὐ κοινοὴ ἀποβῆτε Thuc.; κοινοὺς εἶναι τῷ τε διώκοντι καὴ τῷ φεύγοντι Lys.)
κ. τῷ βουλομένῳ μανθάνειν Plat. — одинаково доступный для всякого желающего учиться9) обходительный, приветливый, любезный(ἅπασι Isocr.)
10) равный, одинаковыйκοινότεραι τύχαι ἢ κατὰ τὸ διαφέρον πλῆθος Thuc. — результаты (военных действий) более равные, чем это соответствовало бы различной численности (противников)
11) лишенный святости(κοινὸν ἡγεῖσθκί τι NT.)
κοιναῖς χερσὴν ἐσθίειν NT. — есть немытыми руками12) лог. общий, лежащий в основе, основной(αἱ ἀρχαί, τὰ ἀξιώματα Arst.)
13) грам. общийκοινέ συλλαβή (лат. syllaba anceps) — слог, могущий быть то долгим, то кратким;
κ. τῷ γένει (лат. generis comrnunis) — имеющий одинаковую форму для мужского и женского родов - см. тж. κοινόν, κοινά, κοινῇ
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
κομφορμισμός — Η τάση του ατόμου να προσαρμόζεται στους ρυθμούς της ομάδας στην οποία ανήκει. Ο ρυθμός, αντίστοιχα, ορίζεται ως ο τύπος συμπεριφοράς που επικρατεί ευρύτατα μέσα σε μια δεδομένη ομάδα, όπου η μη τήρησή του συνεπάγεται κυρώσεις (παραδείγματος… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Μυανμάρ — Κράτος της νοτιανατολικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΑ με την Κίνα, Α με το Λάος και την Ταϊλάνδη και Δ με το Μπανγκλαντές και την Ινδία. Βρέχεται Ν από τη Θάλασσα Ανταμάν και ΝΔ από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Aπό εδαφική άποψη, η Μ. ή Bιρμανία… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek