Перевод: с английского на все языки

со всех языков на английский

πρὸς+τὰ+κοινά

  • 1 State

    subs.
    Condition: P. and V. κατάστασις, ἡ, P. ἕξις, ἡ, διάθεσις, ἡ.
    Be in a certain state, v.: Ar. and P. διακεῖσθαι, P. and V. ἔχειν.
    Good state: P. and V. εὐεξία, ἡ (Eur., frag.).
    Bad state: P. καχεξία, ἡ.
    Plight: V. πρᾶξις, ἡ; see Plight.
    Which of us are going to a better state ( life or death) in unknown: P. ὁπότεροι ἡμῶν ἔρχονται ἐπὶ ἄμεινον πρᾶγμα ἄδηλον (Plat., Ap. 42A).
    Such being the state of things: P. and V. οὕτως ἐχόντων.
    State of mind, feeling: P. πάθος, τό, πάθημα, τό.
    Pomp: P. and V. σχῆμα, τό, πρόσχημα, τό, χλιδή, ἡ (Plat.).
    Magnificence: P. and V. σεμνότης, ἡ, P. λαμπρότης, ἡ; see Pomp.
    Body politic: P. and V. πόλις, ἡ, τὸ κοινόν, Ar. and P. πολιτεία, ἡ.
    Enter the service of the state: P. πρὸς τὰ κοινὰ προσέρχεσθαι (Dem. 312).
    State affairs: P. and V. τὰ πράγματα, P. τὰ πολιτικά, τὰ κοινά.
    Paid by the state, adj.: P. δημοτελής.
    State secret: Ar. and P. πόρρητον, τό.
    ——————
    v. trans.
    Declare: P. and V. λέγειν, φράζειν, διειπεῖν (Plat.); see Declare.
    ——————
    adj.
    Public: P. and V. κοινός, Ar. and P. δημόσιος, V. δήμιος, πάνδημος; see Public.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > State

  • 2 Arena

    subs.
    P. ἀγών, ὁ.
    Racecourse: P. στάδιον, τό.
    Contest: P. and V. γών, ὁ, ἅμιλλα, ἡ.
    Enter the arena: P. and V. εἰσέρχεσθαι, Ar. and P. καταβαίνειν, met., P. εἰς τὸ μέσον προέρχεσθαι, V. εἰς μέσον ἔρχεσθαι.
    Enter the political arena: P. πρὸς τὰ κοινὰ προσέρχεσθαι (Dem. 312).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Arena

  • 3 Enter

    v. trans. or absol.
    Go into: P. and V. εἰσέρχεσθαι (εἰς, acc.; V. also acc. alone), ἐπεισέρχεσθαι (εἰς, acc.; V. acc. alone or dat. alone), V. παρέρχεσθαι (acc.). εἰσβάλλειν (acc.), Ar. and V. δεσθαι (acc.), εἰσβαίνειν (absol. or acc.).
    Sail into: P. and V. εἰσπλεῖν (εἰς, acc. or acc. alone).
    Enter a ship: see Embark.
    Enter with another: P. and V. συνεισέρχεσθαι (εἰς, acc. or V. also acc. alone).
    Enter violently: P. and V. εἰσπίπτειν (P. εἰς, acc.; V. dat. alone); see dash into.
    Enter the mind, occur to one: P. and V. εἰσέρχεσθαι (acc.), ἐπέρχεσθαι (acc. or dat.); see Occur.
    Enter public life: P. πρὸς τὰ κοινὰ προσέρχεσθαι (Dem. 312).
    Register: P. ἀπογράφειν, Ar. and P. ἐγγρφειν.
    Give in, have registered: P. ἀποφέρειν.
    Enter in one's account: P. εἰς τὸν λόγον ἐγγράφειν (Lys. 211).
    Enter ( put down) for a competition: P. καθιέναι.
    Enter for a competition, v. intrans.: P. and V. εἰσέρχεσθαι.
    Enter into (a discussion, etc.): P. and V. ἅπτεσθαι (gen.), ἐμπίπτειν (εἰς, acc.).
    Enter into ( a feeling): see sympathise with, understand.
    Enter into possession of: see under Possession.
    Enter on office, etc.: P. εἰσέρχεσθαι (acc.).
    Embark on: P. and V. ἐμβαίνειν (εἰς, acc.), ἅπτεσθαι (gen.).
    Take in hand: P. and V. ἐπιχειρεῖν (dat.), ἐγχειρεῖν (dat.).
    Begin: P. and V. ἄρχεσθαι (gen.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Enter

  • 4 Political

    adj.
    P. πολιτικός.
    Political act: P. πολίτευμα, τό, τὰ πεπολιτευμένα.
    Enter political life: P. πρὸς τὰ κοινὰ προσέρχεσθαι (Dem. 312).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Political

  • 5 Public

    adj.
    P. and V. κοινός, Ar. and P. δημόσιος, V. δήμιος, πάνδημος.
    Open: P. and V. κοινός.
    Paid by the public: P. δημοτελής.
    Public acts, subs.: P. τὰ πεπολιτευμένα.
    Public decree: V. δημόπρακτος ψῆφος, ἡ.
    Public exile: V. φυγή δημήλατος, ἡ.
    Public hangman: use Ar. and P, ὁ δήμιος; see Executioner.
    Public life: Ar. and P. πολιτεία, ἡ.
    During the time of my public life: P. καθʼ οὗς ἐπολιτευόμην χρόνους (Dem. 248).
    Enter public life: P. πρὸς τὰ κοινὰ προσέρχεσθαι (Dem. 312).
    Public man: use adj., P. πολιτικός.
    Politician: P. and V. ῥήτωρ, ὁ.
    Be a public man, v.: Ar. and P. πολιτεύεσθαι, δημοσιεύειν.
    From being inglorious and obscure they have become men of repute and public characters: P. γεγόνασιν... ἐξ ἀνωνύμων καὶ ἀδόξων ἔνδοξοι καὶ γνώριμοι (Dem. 106).
    Public upheaval: V. δημόθρους ναρχία, ἡ.
    The public: P. and V. ὁ δῆμος, τὸ κοινόν, οἱ πολλοί
    The public good: P. and V. τὸ κοινόν.
    For the public good: P. and V. εἰς τὸ κοινόν.
    At the public expense: P. ἀπὸ κοινοῦ, δημοσίᾳ.
    In public: P. εἰς τὸ κοινόν, Ar. and P. εἰς τὸ μέσον, V. ἐς μέσον.
    Make public, v.: see Publish.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Public

  • 6 Confer

    v. trans.
    P. and V. προστιθέναι, προσφέρειν, P. ἀπονέμειν; see Give.
    A foolish favour did Adrastus confer on you: V. ἀμαθεῖς Ἄδραστος χάριτας ἔς σʼ ἀνήψατο (Eur. Phoen. 569).
    Confer ( with), have conference ( with): P. and V. συγγίγνεσθαι (dat.), συνέρχεσθαι (dat.), συμμιγνύναι (dat.), Ar. and P. διαλέγεσθαι (dat.), P. κοινολογεῖσθαι (dat.), V. εἰς λόγους ἔρχεσθαι (dat.), (cf. Ar. Nub. 470), δι λόγων ἀφικνεῖσθαι (dat.).
    I would confer with him touching my own and state affairs: V. οἰκεῖα καὶ κοινὰ χθονὸς θέλω πρὸς αὐτὸν συμβαλεῖν βουλεύματα (Eur. Phoen. 692).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Confer

См. также в других словарях:

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • κομφορμισμός — Η τάση του ατόμου να προσαρμόζεται στους ρυθμούς της ομάδας στην οποία ανήκει. Ο ρυθμός, αντίστοιχα, ορίζεται ως ο τύπος συμπεριφοράς που επικρατεί ευρύτατα μέσα σε μια δεδομένη ομάδα, όπου η μη τήρησή του συνεπάγεται κυρώσεις (παραδείγματος… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Μυανμάρ — Κράτος της νοτιανατολικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΑ με την Κίνα, Α με το Λάος και την Ταϊλάνδη και Δ με το Μπανγκλαντές και την Ινδία. Βρέχεται Ν από τη Θάλασσα Ανταμάν και ΝΔ από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Aπό εδαφική άποψη, η Μ. ή Bιρμανία… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»