-
1 προς-αναιδεύομαι
προς-αναιδεύομαι, noch dazu unverschämt sein, handeln od. sprechen, Suid. aus Ar. Equ. 398, wo aber πρὸς πᾶν ἀναιδεύεται steht.
-
2 παν-ακής
παν-ακής, ές, allheilend, Alles heilend; φάρμακον, Callim. 14 (XII, 150); ποτάμιον πάνακες προς τὰς νόσους, Strab. 6, 3, 9; τὸ πανακέστατον φάρμακον, Philo; πανακές od. πάνακες, = πανάκεια.
-
3 παν-ηγυρικός
παν-ηγυρικός, ή, όν, zu einer Volksversammlung, einem Volksfeste gehörig; ὄχλοι, Isocr. 12, 263; festlich, ϑέα, Plut. Rom. 14; κόσμος, Camill. 8; a. Sp. – Bes. λόγος, eine bei einer allgemeinen Volksversammlung, z. B. bei den olympischen Spielen gehaltene Festrede, vorzugsweise eine Lobrede, Isocr. 5, 9, öfter, u. Folgde; – γυνὴ σοβαρὰ καί π., Plut. Luc. 6, dem großen Haufen gefallend oder zu gefallen suchend, vgl. λῆροι π., ed. lib. 9. – Auch adv., πανηγυρικώτερον διῆγε τὰ κατὰ τὴν ἀρχήν, Pol. 5, 34, 2, pomphafter, wie πανηγυρικῶς μᾶλλον ἢ στρατιωτικῶς, Ath. V, 215 f; πόλις πρὸς δίαιταν πανηγυρικῶς κατεσκευασμένη, Plut. Camill. 16, öfter.
-
4 πρός-φορος
πρός-φορος, zuträglich, nützlich, τινί, Her. 7, 20, u. absolut, 4, 14; angemessen, entsprechend, ἐπέων καύχαις ἀοιδὰ πρόςφορος, Pind. N. 9, 7 (vgl. Böckh, sonst καύχας als gen.); ποτίφορος ἀγαϑοῖσι μισϑός, N. 7, 63; κόσμος, 3, 31, vgl. 8, 48; auch mit dem inf., εἴην εὑρησιεπὴς πρόςφορος ἀναγεῖσϑαι ἐν Μοισᾶν δίφρῳ, Ol. 9, 81; οὐ γὰρ δόμοισι τοῖςδε πρόςφορον μολεῖν, Aesch. Eum. 198, vgl. Ch. 703; Soph. El. 220; πάνϑ' ὁπόσ' ἂν μέλλω πράσσειν πρόςφορά ϑ' ὑμῖν καὶ τῷ κατὰ γᾶς, O. C. 1771; τοῖς ἐμοῖσιν οὐχὶ πρόςφορος τρόποις, Eur. Suppl. 338; λέγεις σαυτῷ πρόςφορα, Hec. 1246, u. öfter; πόλιν μείζω μὲν οὐδέν, προςφορωτέραν δὲ νῷν, Ar. Av. 124; u. in Prosa: Thuc. 7, 62; ὡς οἰκείαν καὶ πρόςφορον ἀρετῇ καὶ φρονήσει πεφυκυῖαν χώραν, Plat. Critia. 109 c; Phaedr. 270 a u. öfter; τὰ τῇ νόσῳ πρόςφορα, Dem. 59, 56; Folgde, πᾶν τὸ πρόςφορον Ῥωμαίοις, Pol. 25, 9, 4, u. Sp., wie Luc. Gall. 5. – Auch wie προςφερής, nahe kommend, ähnlich, τινί, Eur. Phoen. 129, Plut. Alc. 23.
-
5 προς-χρῄζω
προς-χρῄζω, ion. προςχρηίζω, noch dazu oder obendrein bedürfen, begehren, verlangen; πᾶν, ὅπερ προςχρῄζετε, πεύσεσϑε, Aesch. Prom. 644, vgl. 789; τί προςχρῄζων μαϑεῖν; Soph. O. R. 1155, vgl. O. C. 1162. 1170; τινός, Phil. 1044; mit dem gen. der Sache, Her. 5, 11. 18; auch mit dem gen. der Person, προςχρηΐζω ὑμέων πείϑεσϑαι Μαρδονίῳ, ich bitte euch noch dazu, dem M. zu gehorchen, 8, 140, 2; Sp.
-
6 προς-χρῄζω [2]
προς-χρῄζω, ion. προςχρηίζω, noch dazu oder obendrein bedürfen, begehren, verlangen; πᾶν, ὅπερ προςχρῄζετε, πεύσεσϑε, Aesch. Prom. 644, vgl. 789; τί προςχρῄζων μαϑεῖν; Soph. O. R. 1155, vgl. O. C. 1162. 1170; τινός, Phil. 1044; mit dem gen. der Sache, Her. 5, 11. 18; auch mit dem gen. der Person, προςχρηΐζω ὑμέων πείϑεσϑαι Μαρδονίῳ, ich bitte euch noch dazu, dem M. zu gehorchen, 8, 140, 2; Sp.
-
7 προς-ερέω
προς-ερέω, fut. zu προςεῖπον, προςαγορεύω, perf. προςείρηκα, προςείρημαι, fut. pass. προςρηϑήσομαι u. s. w., – 1) ich werde anreden, begrüßen, von Einem, der sich dem Tempel einer Gottheit nahet, ich werde anbeten, Her. 2, 72. – 2) ich werde dazu sagen, hinzusetzen, übh. benennen, ταὐτὸν προςερεῖς ὄνομα, Plat. Soph. 224 b; τί προςεροῦμεν ὄνομα ξυμπάσας δυνάμεις, 227 b; βασιλικὸς ὀρϑῶς προςρηϑήσεται, Polit. 259 b; πᾶν νόσον προςρητέον, Tim. 86 b.
-
8 προς-έρπω
προς-έρπω, dor. ποϑέρπω, Tim. Locr. 97 c, hinzukriechen oder -schleichen, übh. hinzukommen, -gehen, herbei-, herankommen, προςέρποντα χρόνον, Pind. P. 1, 57 N. 7, 68, wie φοβοῦμαι τὸ προςέρπον, die Zukunft, Soph. Ai. 225; τὰς προςερπούσας τύχας, Aesch. Prom. 272; πᾶν μοι φοβερὸν τὸ προςέρπον, 127; Soph. Phil. 776 u. öfter; Ar. Vesp. 1509.
-
9 προσπορεύομαι
A go to, approach, Arist.HA 625a13, cf. PSI4.403.16 (iii B.C.), etc.; apply for a loan, PMich.Zen.46.5 (iii B.C.); for hire of a boat, ib.60.9 (iii B.C.); π. πρὸς τὰς προσοδικὰς κρίσεις take up revenue cases, of advocates, PAmh.33.17 (ii B.C.);π. πρὸς ταῦτα καὶ πρὸς τὰ λοιπὰ μαθήματα PCair.Zen.60.6
(iii B.C.); π. πρὸς τὰ γενήματα make a start or get on with the crops, ib.132.4 (iii B.C.); π. πρὸς τὴν ἀγορανομίαν go in quest of the office of aedile, be candidate for it, Plb.10.4.1; of a writer, π. πρὸς πᾶν παρὰ τὴν κοινὴν ἔννοιαν λεγόμενον hunt for paradoxes, Id.10.27.8: c. gen., π. τῶν μὴ καθηκόντων αὐτῷ encroach on what does not belong to him, PEnteux.69.7 (iii B.C.).2 of a certain day, draw near, approach,προσπορευομένης τῆς νουμηνίας Arist.Oec. 1353b1
.II attach oneself to,ἀνδρὶ ἁμαρτωλῷ LXX Si.12.14
; of proselytes, ib.Nu. 1.51, al., Jo.9.1 (8.35); also ὅταν -πορεύωνται πρὸς τὸ θυσιαστήριον λειτουργεῖν ib.Ex.30.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσπορεύομαι
-
10 εὐχερής
εὐχερ-ής, ές,A tolerant of or indifferent to evil, unpleasantness or inaccuracy, not squeamish, ;οὐδενὸς γὰρ πώποτε ἀπέβαλεν ὀσπρίου λέπος· οὕτως ἐκεῖνός ἐστιν εὐ. ἀνήρ Alex. 266.8
, cf. Aristopho 12.5, S.Ph. 519, 875; of lizardeaters,λίαν εὐχερεῖς Menesth.
ap. Orib.2.68.13; εὐ.βίος of the swineherd, Pl.Plt. 266d; τὸ εὐ. τῶν ὀνομάτων the loose use of names, Id.Tht. 184c. Adv. -ρῶς, φέρειν τὴν ὠχρότητα, i.e. gloss it over, Id.R. 474e, cf. Tht. 154b;εὐ. ἔχειν πρὸς τὴν ἀνθρωποφαγίαν Arist. Pol. 1338b21
; -: [comp] Comp. - έστερον, πρὸς πᾶν βρῶμα ἔχειν X.Lac.2.5
; ἄλλο μικρῷ μεῖζον -έστερον κινοῦσιν more readily, with fewer qualms, Arist. Pol. 1307b5, cf. Din. 1.55.2 unscrupulous, reckless, D.21.103, Arist. Metaph. 1025a2. Adv. - ρῶς heedlessly, recklessly,ὦ λέγων εὐχερῶς ὅτι ἂν βουληθῇς D.18.70
, cf. 264.II indifferent to danger or suffering, cool, unconcerned, unflinching, τῆς πολεμικῆς χρείας τῆς κατ' ἄνδρα.. εὐχερεῖς καὶ πρακτικοί cool and efficient in individual fighting, Plb.4.8.9;εἰς εὐχερῆ τῆς ἀποτέξεως ὑπομονήν Sor.1.46
(cf.εὐχέρεια 11
). Adv. - ρῶς καὶ εὐκόλως ἐξέπιεν drank the hemlock coolly and good-humouredly, Pl.Phd. 117c.III easy, εὐχερές ἐστι c. inf., Batr.62;τὰ λαχανευόμενα μεταφυτεύεται πρὸς εὐχερῆ τελείωσιν Sor.1.87
: [comp] Comp., ib. 108. Adv. -ρῶς, νόσου γινομένης εὐχερῶς ἀποξύνεται τὸ γάλα Id.1.115
, cf. PLond.2.401.24 (ii B.C.): [comp] Sup. - έστατα, τρέπονται (sc. εἰς φυγήν) D.S.31.38.2 σπασμοὶ εὐχερέες, i.e. not dangerous, Hp. Prorrh.1.119 (cf. Gal.16.773); cf.εὐήθης 1.3
.3 c. dat., suitable, adapted, θάλασσα.. μεγάλαις ναυσὶν οὐκ εὐ. App.BC2.84.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐχερής
-
11 ἐρίζω
Aἐρίζοντι Pi.N.5.39
; [dialect] Ep. inf. ἐριζέμεναι, -έμεν, Il. 1.277, 23.404 : [tense] impf.ἤριζον D.9.11
, [dialect] Dor.ἔρισδον Theoc.6.5
, [dialect] Ep.ἔριζον Il.2.555
, [dialect] Ion.ἐρίζεσκον Od.8.225
, Crates Theb.1.3: [tense] fut.ἐρίσω Ev.Matt.12.19
, ([etym.] δι-) App.BC5.127 codd., [dialect] Dor.ἐρίξω Pi.Fr.
II: [tense] aor. I , Lys.2.42, poet.ἔρισα Pi.I.8(7).30
,ἔριξα Id.Pae. 6.87
; [dialect] Ep. opt.ἐρίσσειε Il.3.223
; [dialect] Dor. part.ἐρίξαντες Tab.Heracl.2.26
: [tense] pf.ἤρῐκα Plb.3.91.7
:—[voice] Med., [dialect] Ep. [tense] impf. : [tense] aor. subj.ἐρίσσεται Od.4.80
:—[voice] Pass., [dialect] Ep. [tense] pf. ἐρήρισμαι (in act. sense), v. infr.: ([etym.] ἔρις):—strive, wrangle, quarrel,διαστήτην ἐρίσαντε Il.1.6
, etc.; : c. dat., Hes.Th. 928, Pi.Pae.l.c., etc.;ἀλλήλοις Od.18.277
;ἀντιβίην τινί Il.1.277
; ἀντία τοῖς ἀγαθοῖς P1.P.4.285 ; πρὸς θεόν ib.2.88 ;πρός τινα περί τινος Plu.Tim.14
;ὗς ποτ' Ἀθαναίαν ἔριν ἤρισε Theoc.5.23
;πρὸς πᾶν τὸ λεγόμενον Hdt.7.50
; περί τινος about a thing, Il.12.423, al.;περὶ μικρῶν ἀκριβῶς ἐ. Isoc.2.39
: folld. by a relat.,ἐ. ὅστις ἀρείων Theoc.5.67
;ὁπότερος γενναιότερος Pl.Ly. 207c
: c. inf., contend that.., : abs., of sophistical disputations, opp. διαλέγεσθαι, ἀμφισβητεῖν, Pl.R. 454a, Prt. 337b, cf. Crates Theb.1.3 ; of political discord, c. dat., Foed. ap. Th.5.79.2 rival, vie with, challenge, ;ἐπεί σφισιν οὔ τις ἔριζεν Od.8.371
: c. acc. rei, rival or contend with one in a thing,οὐδ' εἰ..Ἀφροδίτῃ κάλλος ἐρίζοι Il.9.389
, cf. Od.5.213, Hes.Sc.5 : c. dat. rei, δρηστοσύνῃ οὐκ ἄν μοι ἐρίσσειε βροτὸς ἄλλος in service, Od.15.321 ;ποσί Il.13.325
;γνώμῃ καὶ πλήθει καὶ ἀρετῇ ἐ. τινί Lys.2.42
;ἐρίσσειαν περὶ μύθων Il.15.284
;ἀθανάτοισιν ἐρίζεσκον περὶ τόξων Od.8.225
;τῷ Δῒ πλούτου πέρι Hdt.5.49
: c. inf.,ἐρίζετον ἀλλήλοιιν χερσὶ μαχέσσασθαι Od.18.38
; ἶσα δὲ πίνειν οὔτις οἱ ἀνθρώπων ἤρισεν Phalaec. ap. Ath.10.440e ;πρὸς θεούς Pl.R. 395d
; Νέστωρ οἶος ἔριζε N. alone rivalled (him), Il.2.555, cf. X.Cyn.1.12.II [voice] Med., like [voice] Act.,ᾧ [τόξῳ] οὔ τίς τοι ἐρίζεται Il.5.172
;μοι ἐρίσσεται..κτήμασιν Od.4.80
;ἐρίζετο βουλὰς Κρονίωνι Hes.Th. 534
, cf. Pi.I.4(3).29 : also in [tense] pf. [voice] Pass.,τῷ οὔ τις ἐρήρισται κράτος Hes.Fr. 195
.2 [voice] Pass., ταχυτὰς ποδῶν ἐρίζεται there are contests in fleetness of foot, Pi.O.1.95. -
12 ἐξαρτίζω
ἐξαρτίζω (s. ἄρτιος) 1 aor. ἐξήρτισα; pf. pass. ptc. ἐξηρτισμένος (late; Ex 28:7 v.l.).① to bring someth. to an end, finish, complete (IG XII/2, 538; POxy 296, 7 [I A.D.] of documents; Jos., Ant. 3, 139) ἐ. ἡμᾶς τ. ἡμέρας our time was up Ac 21:5 (cp. Hippocr., Epid. 2, 180 ἀπαρτίζειν τὴν ὀκτάμηνον).② to make ready for service, equip, furnish (Diod S 14, 19, 5 Vogel v.l.; Lucian; Arrian; Jos., Ant. 3, 43 v.l.; CIG II, 420, 13; Mitt-Wilck. I/2, 176, 10 [I A.D.]; pap, e.g. PAmh 93, 8; PTebt 342, 17) πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἐξηρτισμένος for every good deed 2 Ti 3:17 (with ἐξηρτισμένος πρός τι cp. Diod S 19, 77, 3 ναῦς ἐξηρτισμένας πρὸς τὸν πόλεμον πρὸς τὴν τῶν Ἑλλήνων ἐλευθέρωσιν).—DELG s.v. ἀραρίσκω, s. also ἄρτι. M-M. TW. Spicq. -
13 συμβλητός
A comparable, capable of being compared, abs. or c. dat., Arist. Top. 107b17, Ph. 248a11, Metaph. 1080a20, 1081a5, EN 1133a19; πᾶν ἀγαθὸν πρὸς πᾶν ς. Id.Pol. 1283a4, cf. Theoc.5.92;τὸ πλῆθος Thphr.CP6.3.4
; οὐ σ. κατὰ τοῦτο, πότερον .. Arist.Ph. 249a6;κατὰ τὸ μᾶλλον Id.Top. 107b13
.IV fitted together, made of two or more pieces, πηδάλιον, κεραῖαι, etc., PCair.Zen.755.2, al. (iii B.C.); τὸ σ. τῶν χειλῶν line of juncture, Ruf.Onom.41.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμβλητός
-
14 ἰσόστροφος
ἰσό-στροφος, ον,II = ἀντίστροφος, S.E.M.7.6, Ammon.in APr.35.26: coupled with ἀντίστρ., Herm. in Phdr.p.189A.;ἀνάγκη πᾶν πρὸς πᾶν ἢ ἰ. εἶναι ἢ ἕτερον Dam. Pr. 312
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσόστροφος
-
15 προςπορεύομαι
προςπορεύομαι, pass., hinzugehen, τινί, zu Einem, Pol. 4, 3, 13; an Etwas gehen, sich an Etwas machen, εὐλαβῶς προςπορεύεσϑαι πρὸς πᾶν παρὰ τὴν κοινὴν ἔννοιαν λεγόμενον, 10, 27, 8; aber προςπορεύεσϑαι πρὸς τὴν ἀγορανομίαν ist = sich um die Aedilität bewerben, 10, 4, 1 u. öfter, mit der v. l. προπορ.
-
16 εριζω
(эп. impf. iter. ἐρίζεσκον, aor. 1 ἤρισα и эп. ἔρισ(σ)α) тж. med.1) спорить, ссориться(τινί Hom.; πρός τινα Pind., Her., Plat.; τινὴ περί τινος Xen., Plut.)
ἐ. πρὸς πᾶν τὸ λεγόμενον Her. — оспаривать все, что ни говорится;ἀμφισβητεῖν μέν, ἐ. δὲ μή Plat. — спорить, но не ссориться2) соревноваться, состязаться(τι Hes., περί τινος Hom., Xen. и ἀμφί τινι Pind.; τινὴ δρηστοσύνῃ, ἀλλήλοιϊν χερσὴ μαχήσασθαι Hom.)
ἀνδρῶν τίς μοι ἐρίσσεται κτήμασιν Hom. — кое-кто из людей поспорит со мной в богатстве;ποτί τινα ἔριν ἐ. Theocr. — вступать в соревнование с кем-л. -
17 εὐάγωγος
εὐᾰγωγ-ος, ον,A easily led, ductile, ἐπί τι, εἴς τι, τινι πρός τι, Pl.R. 486d, X. Oec.12.15, Arist.Pol. 1327b38;πρὸς πᾶν Plb.11.29.9
;εἰς ἀκολασίαν S.E.M.6.34
; τινι by a master, Pl.Lg. 671b;πόλις-οτέρα ὑπὸ τῶν τυχόντων Isoc.Ep.2.15
;εὐάγωγόν ἐστι πᾶς ἀνὴρ ἐρῶν Men.352
.II metaph., easily managed, of the Nile, Isoc. 11.13; of horses, docile, Poll.1.195; of the voice, easily trained, Id.2.117; δακτύλων τὸ εὐ., of a statue, Luc.Im.6; of land, easily cultivated, Str.5.3.12; commodious,ἐνδιαιτήσεις Ph.1.334
.III Adv. - γως in an accommodating spirit, Cic.Att.13.23.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐάγωγος
-
18 εὑρετικός
εὑρετικός, erfinderisch; Plat. Conv. 209 a; τὸν ἀκούσαντα εὑρετικώτερον ἀπεργάζεσϑαι Polit. 286 e; τῆς δηλώσεως 287 a; πρὸς πᾶν τὸ χρήσιμον D. Sic. 3, 69.
-
19 δυς-χρηστέω
δυς-χρηστέω, 1) Schwierigkeiten machen, Pol. 27, 6, 10 u. öfter. – 2) Gew. intrans., in Verlegenheit, in Noth sein; περί τι, Pol. 1, 75, 7; – bes. med.; absolut, 1, 28, 9 u. A.; ἐν τοῖς κινδύνοις 1. 87, 7; τοῖς πράγμασι 1, 18, 7; vgl. Ath. III, 91 d τῇ βρώσει, sich beim Essen nicht zu helfen wissen; τοῖς λόγοις 3, 11, 4; περί τι, 21, 3, 4; πρὸς πᾶν, ganz u. gar rathlos sein, 16, 3, 5; ἐπί τινι, D. Sic. 19, 77; – auch pass., ὑπό τινος, durch etwas in Verlegenheit gebracht werden, Ath. XIV, 634 b.
-
20 ευηκοως
См. также в других словарях:
συμβλητός — ή, ό / συμβλητός, ή, όν, ΝΑ [συμβάλλω] αυτός που αποτελείται από πολλά συμβλήματα, από πολλά κομμάτια, όπως λ.χ. ο ιστός ή το πηδάλιο τού πλοίου αρχ. 1. αυτός που μπορεί να παραβληθεί, να συγκριθεί με κάποιον άλλο (α. «πᾱν ἀγαθὸν πρὸς πᾱν… … Dictionary of Greek
PLINTHION sive Lacunar — ad horas inveniendas, a Scona Syracusio factum primitus est. Vitruvius, l. 9. c. 9. ubi de variis Horologiorum formis ac inventoribus, Arachnen Eudoxus Astrologus: nonnulli dicunt Apollonium. Plinthion sive Lacunar, quod etiam in Circo Flaminie… … Hofmann J. Lexicon universale
εξαρτίζω — (AM ἐξαρτίζω) [αρτίζω] μσν. νεοελλ. εφοδιάζω κάτι και ειδικότερα πλοίο ή στόλο με όλα τα απαραίτητα εξαρτήματα, αρματώνω, εξοπλίζω αρχ. 1. κάνω κάτι άρτιο, τέλειο, συμπληρώνω 2. παρασκευάζω, ετοιμάζω («ἵνα ἄρτιος ᾖ ὁ τοῡ θεοῡ ἄνθρωπος, πρὸς πᾱν… … Dictionary of Greek
ευπαραλόγιστος — εὐπαραλόγιστος, ον (ΑΜ) αυτός που εξαπατάται εύκολα με παραλογισμούς, με ψευδείς συλλογισμούς («πᾱς ὄχλος εὐπαραλόγιστος ὑπάρχει καὶ πρὸς πᾱν εὐάγωγος», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα λογίζομαι] … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… … Dictionary of Greek
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek
Έλληνας — και Έλλην, ο (θηλ. Ελληνίδα, η) (AM Ἕλλην θηλ. ἑλληνίς, η και Α ἑλλανίς) αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή κατοικεί μόνιμα σε αυτήν νεοελλ. εκείνος που έχει ελληνική ιθαγένεια ή υπηκοότητα αρχ. μσν. 1. «ὁ ἐξ ἐθνῶν», ο Εθνικός, σε αντίθεση προς … Dictionary of Greek
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek