Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πράτωρ

См. также в других словарях:

  • πράτωρ — ορος, ὁ, Α πρατήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα περᾱ τού πέρνημι (με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν και απαθές το δεύτερο, πρβλ. πι πρᾱ σκω) + επίθημα τωρ] …   Dictionary of Greek

  • πρατορεύω — Α [πράτωρ, ορος] ενεργώ ως πράτωρ* …   Dictionary of Greek

  • ακτινοκράτωρ — ἀκτινοκράτωρ, ο (Α) αυτός που εξουσιάζει τις ακτίνες τού ήλιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκτίς ῖνος + κράτωρ (μεταπλασμένος τ. τού τέρματος κρατής < κράτος, κρατῶ, με επίδραση τών ονομάτων σε τωρ, πρβλ. ρήτωρ, ἰάτωρ, πράτωρ κ.λπ.] …   Dictionary of Greek

  • προπράτωρ — ορος, ὁ, Α 1. προπώλης* 2. πιθ. πρωταθλητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πράτωρ*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»