-
1 birinci
πρώτος -
2 first
πρώτος -
3 foremost
πρώτος -
4 первый
первый πρώτος· \первый этаж το ισόγειο· \первый раз η πρώτη φορά· \первыйого числа στην πρώτη του μήνα· в \первыйом часу κατά τη μία η ώρα· половина \первыйого δώδεκα και μισή η ώρα· прийти \первыйым έρχομαι πρώτος* * *пе́рвый эта́ж — το ισόγειο
пе́рвый раз — η πρώτη φορά
пе́рвого числа́ — στην πρώτη του μήνα
в пе́рвом часу́ — κατά τη μία η ώρα
полови́на пе́рвого — δώδεκα και μισή η ώρα
прийти́ пе́рвым — έρχομαι πρώτος
-
5 первый
перв||ыйчисл. порядк. πρώτος:\первый этаж τό πρώτο πάτωμα· Первое мая ἡ πρώτη Μαΐου· \первыйого января τήν πρωτοχρονιά· \первый ученик ὁ πρώτος μαθητής· \первыйые овощи, \первыйые плоды́ τά πρωτολούβια, τά πρωΤίμάδια· в \первыйом часу́ μετά τίς δώδεκα· по \первыйому требованию μέ τήν πρώτη ζήτηση· занять \первыйое место καταλαμβάνω τήν πρώτη θέση· ◊ \первыйая помощь οἱ πρώτες βοήθειες· \первый встречный ὁ πρώτος τυχών с \первыйого взгляда ἐκ πρώτης δψεως, μέ τήν πρώτη ματιά· в \первыйую очередь πριν ἀπ' ὅλα· тым делом πρίν ἀπ' ἔλα· играть \первыйую скрипку παίζω τό πρώτο βιολί. -
6 бельэтаж
бельэтаж м 1) театр, о (πρώτος) εξώστης 2) (дома ) το πρώτο πάτωμα* * *м1) театр. ο (πρώτος) εξώστης2) ( дома) το πρώτο πάτωμα -
7 лидер
лидер м полит, о ηγέτης, ο αρχηγός' спорт, о πρώτος, о επικεφαλής* * *м полит.ο ηγέτης, ο αρχηγός; спорт. ο πρώτος, ο επικεφαλής -
8 прийти
прийти 1) έρχομαι, φτάνω· \прийти домой έρχομαι στο σπίτι' \прийти первым φτάνω πρώτος 2) (κ чему-л.) καταλήγω· \прийти к власти έρχομαι στην εξουσία· \прийти к соглашению καταλήγω σε συμφωνία 3) (β какое-либо состояние): \прийти в отчаяние απελπίζομαι, πέφτω σε απελ πισία, καταντώ ◇ мне пришло в голову μου κατέβηκε μια ιδέα* * *1) έρχομαι, φτάνωприйти́ домо́й — έρχομαι στο σπίτι
прийти́ пе́рвым — φτάνω πρώτος
2) (к чему-л.) καταλήγωприйти́ к вла́сти — έρχομαι στην εξουσία
прийти́ к соглаше́нию — καταλήγω σε συμφωνία
3) ( в какое-либо состояние)прийти́ в отча́яние — απελπίζομαι, πέφτω σε απελπισία, καταντώ
••мне пришло́ в го́лову — μου κατέβηκε μια ιδέα
-
9 финишировать
финишировать τερματίζω; \финишировать первым φτάνω στο τέρμα πρώτος* * *финиши́ровать пе́рвым — φτάνω στο τέρμα πρώτος
-
10 этаж
этаж м το πάτωμα, ο όροφος; первый \этаж το ισόγειο; второй \этаж το πρώτο πάτωμα, ο πρώτος όροφος* * *мτο πάτωμα, ο όροφοςпе́рвый эта́ж — το ισόγειο
второ́й эта́ж — το πρώτο πάτωμα, ο πρώτος όροφος
-
11 first
[fə:st] 1. adjective, adverb(before all others in place, time or rank: the first person to arrive; The boy spoke first.) πρώτος2. adverb(before doing anything else: `Shall we eat now?' `Wash your hands first!) πρώτα3. noun(the person, animal etc that does something before any other person, animal etc: the first to arrive.) πρώτος- firstly- first aid
- first-born
- first-class
- first-hand
- first-rate
- at first
- at first hand
- first and foremost
- first of all -
12 затеять
ρ.σ. αρχίζω πρώτος, ανοίγω, ξεκινώ, επιχειρώ•затеять ссору αρχίζω πρώτος τη φιλονικία.
|| σκέφτομαι, διανοούμαι, σχεδιάζω.αρχίζω, ξεκινώ. -
13 первый
(τακτικό αριθμητικό)• πρώτος -Οβ•впечатление η πρώτη εντύπωση•
первый курс πρώτο έτος φοίτησης•
-ое апреля η πρωταπριλιά•
-ые годы жизни τα πρώτα χρόνια της ζωής•
при -ом случае με την πρώτη ευκαιρία•
-ые цветы τα πρώτα λουλούδια (πρωτολούλουδα)•
-ые плоды οι πρώτοι καρποί, τα πρωιμάδια, οι πρωιμιές, τα πρωτολούβια•
-ая любовь η πρώτη αγάπη•
первый поцелуй το πρώτο φιλί•
первый ученик в классе ο πρώτος μαθητής στην τάξη•
играть -ую роль παίζω τον πρώτο (κύριο) ρόλο• πρωταγωνιστώ•
предметы -ой необходимости αντικείμενα (είδη) πρώτης ανάγκης•
первый сорт πρώτη ποιότητα•
первый голос (μουσ.) πρώτη φωνή.
|| ως ουσ. ουδ. -ое το πρώτο φαγητό (σούπα, βραστό). || (παρενθετικό)•-ое πρώτο, κατά πρώτο.
εκφρ.- ое дело – α) πριν απ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστα, στην πρώτη γραμμή. β) το πιο καλύτερο, το καλύτερο απ όλα, το πρώτιστο, το υπέροχο, το εξαιρετικό•- ая помощь – η πρώτη (υγειονομική) βοήθεια•из -ых рук – από πρώτο χέρι, από την πηγή•не -ой молодости – όχι και νέος (λίγο μεγάλος, πιανούμενος)•не -ое число – (απλ.) θα έχεις κακές (δυσάρεστες) συνέπειες, θα σε τσούξει•первый среди равных – εξέχων, επιφανής. -
14 атлант
анат. о άτλαςο πρώτος (αυχενικός) σπόνδυλοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > атлант
-
15 вертикал
астр., нгв. о κάθετος/κα-τακόρυφος κύκλοςпервый - πρώτος -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вертикал
-
16 неделимый
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > неделимый
-
17 число
1. (выражение количества) о αριθμ/όςатомное - хим., физ. ατομικός -вещественное - см. действительное -двузначное - διττός -, διψήφιος -единственное - грам. ενικός -зарядовое - см. атомное -- квантовое азимутальное κβαντικός αζιμουθιακός -, δευτερεύων κβαντικός -квантовое, главное κύριος κβαντικός -круглое - ακέραιος -, φυσικός -массовое - (яд.физ.) μαζικός -множественное грам. πληθυντικός -неделимое - αδιαίρετος -, πρώτος -- обращений допустимое (в электростатических запоминающих трубках) επιτρεπόμενος - στροφώνсмешанные - а συμμιγείς/μεικτοί - οί2. (день месяца) η ημερομηνία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > число
-
18 этаж
ο όροφος, το πάτωμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > этаж
-
19 бельэтаж
бельэтажм1. (второй этаж) τό μεσαϊο[ν] πάτωμα, ὁ μεσόροφος;2. (в театре) ὁ πρώτος ἐξώστης τοῦ θεάτρου. -
20 брат
братм ὁ ἀδερφός, ὁ ἀδελφός:двоюродный \брат ὁ πρώτος ἐξάδερφος; сводный \брат ὁ ἐτεροθαλής ἀδελφός; молочный \брат ὁ ὁμογάλακτος ἀδερφός; ◊ на \брата разг (на каждого) στον καθένα, κατ' ἀτομο.
См. также в других словарях:
πρωτός — destined masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώτος — η, ο / πρῶτος, ώτη, ον, ΝΜΑ, δωρ. τ. πρᾱτος, ον, Α 1. αυτός που προηγείται όλων τών άλλων ως προς τον χρόνο, τον τόπο, τον βαθμό, την ποιότητα, την αξία, τη θέση που έχει σε μια αριθμητική σειρά ή και το αξίωμα που κατέχει σε μια ιεραρχική τάξη… … Dictionary of Greek
πρῶτος — πρότερος before masc nom sg πρῶτος before masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώτος αριθμός — Ονομάζεται έτσι κάθε φυσικός αριθμός, που διαιρείται με τον εαυτό του και τον 1 μόνο. Ο Ευκλείδης απέδειξε ότι οι π.α. είναι άπειροι (για κάθε π.α. υπάρχει πρώτος, μεγαλύτερός του). Η κατανομή των π.α. μέσα στο σύνολο των φυσικών αριθμών είναι… … Dictionary of Greek
Πρώτος — ό, Α (στη Φωκίδα) μήνας αντίστοιχος προς τον δελφικό Ηραίο … Dictionary of Greek
πρωτός — ή, όν, Α ο καθορισμένος από τη μοίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρω τού πέ πρω ται, παρακμ. τού άχρηστου ενεστ. πόρω* «παρέχω, προσφέρω»] … Dictionary of Greek
πρώτος — η, ο 1. αυτός που στην αριθμητική σειρά έχει τον αριθμό ένα. 2. αυτός που ξεπερνά όλους τους άλλους στη χρονική ή τοπική σειρά, στο βαθμό, στην αξία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τῶν δύο μαχομένων ὁ τρίτος πρῶτος. — См. Двое плюются, третий потешается … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
πρωτά — πρωτός destined neut nom/voc/acc pl πρωτά̱ , πρωτός destined fem nom/voc/acc dual πρωτά̱ , πρωτός destined fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτόν — πρωτός destined masc acc sg πρωτός destined neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μην — Πρώτος ιστορικός φαραώ της Αιγύπτου. Ανέβηκε στον θρόνο το 3300 π.Χ. Ήταν ο ιδρυτής της πρώτης θινιτικής δυναστείας. Καταγόταν από την Άνω Αίγυπτο και έχτισε την πόλη Μέμφιδα, την οποία έκανε και πρωτεύουσά του. Διακρίθηκε ως στρατιωτικός και… … Dictionary of Greek