Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

πρώτος

  • 41 premier

    ['premiə, ]( American[) 'pri:-] 1. adjective
    (first or leading: Italy's premier industrialist.) πρώτος
    2. noun
    (a prime minister: the French premier.) πρωθυπουργός

    English-Greek dictionary > premier

  • 42 prime

    I 1. adjective
    1) (first or most important: the prime minister; a matter of prime importance.) πρώτος,πρώτιστος,πρωταρχικός
    2) (best: in prime condition.) άριστος
    2. noun
    (the best part (of a person's etc life, usually early middle age): He is in his prime; the prime of life.) ακμή,άνθος
    - primarily
    - primary colours
    - prime minister
    - prime number
    - prime time
    3. adjective
    prime-time advertising.) διαφήμιση κατά τις ώρες υψηλής τηλεθέασης
    II verb
    (to prepare (something) by putting something into or on it: He primed (=put gunpowder into) his gun; You must prime (=treat with primer) the wood before you paint it.) γεμίζω(όπλο)/ασταρώνω(επιφάνεια)

    English-Greek dictionary > prime

  • 43 prime number

    (a number that can only be divided without a remainder by itself and 1, eg 3, 5, 7, 31.) πρώτος αριθμός

    English-Greek dictionary > prime number

  • 44 the former

    (the first of two things mentioned: We visited America and Australia, staying longer in the former than in the latter.) ο πρώτος(από τους δύο)

    English-Greek dictionary > the former

  • 45 top

    I 1. [top] noun
    1) (the highest part of anything: the top of the hill; the top of her head; The book is on the top shelf.) κορυφή, πάνω μέρος
    2) (the position of the cleverest in a class etc: He's at the top of the class.) κορυφή
    3) (the upper surface: the table-top.) επιφάνεια, πάνω μέρος
    4) (a lid: I've lost the top to this jar; a bottle-top.) καπάκι, σκέπασμα, κάλυμμα
    5) (a (woman's) garment for the upper half of the body; a blouse, sweater etc: I bought a new skirt and top.) γυναικεία μπλούζα
    2. adjective
    (having gained the most marks, points etc, eg in a school class: He's top (of the class) again.) πρώτος, κορυφαίος, ανώτερος
    3. verb
    1) (to cover on the top: She topped the cake with cream.) σκεπάζω από πάνω
    2) (to rise above; to surpass: Our exports have topped $100,000.) ξεπερνώ
    3) (to remove the top of.) κορφολογώ
    - topping
    - top hat
    - top-heavy
    - top-secret
    - at the top of one's voice
    - be/feel on top of the world
    - from top to bottom
    - the top of the ladder/tree
    - top up
    II [top] noun
    (a kind of toy that spins.) σβούρα

    English-Greek dictionary > top

  • 46 бельэтаж

    α.
    1. ο ωραίος όροφος έπαυλης, ο δεύτερος όροφος, ο μεσόροφος.
    2. ο πρώτος εξώστης θεάτρου από την πλατεία.

    Большой русско-греческий словарь > бельэтаж

  • 47 водолив

    α.
    1. γεμιτζής, εργάτης μαούνας.
    2. αρχιναύκληρος, ο πρώτος του πληρώματος.

    Большой русско-греческий словарь > водолив

  • 48 война

    -ы, πλθ. войны θ.
    1. πόλεμος•

    греко-персидские -ы οι ελληνοπερσικοί πόλεμοι•

    первая мировая война ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος.

    2. αγώνας, πάλη•

    постоянная война с самим! собою συνεχής πόλεμος με τον εαυτόν.

    Большой русско-греческий словарь > война

  • 49 встречный

    επ.
    1. αντίθετος, αντιθετικός, ο κινούμενος αντίθετα προς εμάς•

    встречный поезд το αντίθετα ερχόμενο τραίνο•

    встречный ветер αντίθετος άνεμος.

    2. απαντητικός•

    -ое наступление αν-τεφόρμηση, αντεπίθεση•

    встречный иск ανταγωγή.

    ουσ. ο τυχών, ο λαχών.
    εκφρ.
    встречный план – η πάνω α-πο το πλάνο απόδοση•
    встречный и поперечный – όποιος λάχει (τύχει), οποιοσδήποτε, οιοσδήποτε• όλοι ανεξαίρετα•
    первый встречный – ο πρώτος λαχών ή τυχών.

    Большой русско-греческий словарь > встречный

  • 50 грунт

    α.
    1. χώμα, γη• έδαφος.
    2. ο πρώτος χρωματισμός, το πρώτο χέρι βαψίματος, αστάρι.

    Большой русско-греческий словарь > грунт

  • 51 двадцать

    -и, οργν. -ью αριθμ. απόλυτο• είκοσι (20)• двадцать рублей είκοσι ρούβλια•

    двадцать один είκοσι ένα•

    двадцать первый εικοστός πρώτος.

    Большой русско-греческий словарь > двадцать

  • 52 дорога

    θ.
    1. δρόμος, οδός•

    просёлочная αγροτικός δρόμος•

    автомобильная дорога αυτοκινητόδρομος, δημοσιά•

    шоссеиная дорога αμαξόδρομος, αμαξιτή οδός•

    водная υδάτινη οδός•

    воздушная дорога εναέρια οδός•

    широкая дорога φαρδύς δρόμος•

    торная дорога (κυρλξ. κ. μτφ.) πεπατημένη (τετριμμένη) οδός•

    большая κύρια οδός•

    сбиться с -и ξεφεύγω από το δρόμο, παραπλανιέμαι, χάνω το δρόμο, παρεκτρέπομαι•

    не знай ко мне -и να μην πατήσει το πόδι σου στο σπίτι μου•

    на половине –и στη μέση του δρόμου, μισοδρομίς, μισόστρατα•

    я встретил его на -е τον συνάντησα καθ'οδόν•

    пуститься в -у ξεκινώ, παίρνω δρόμο•

    воротиться (вернуться) с -и (ή назад) γυρίζω πίσω, επαναστρέφω, παλινδρομώ, αναποδίζω, επανακάμπτω.

    2. πέρασμα, διάβα, δίοδος, διάβαση, διέλευση•

    встать на -е στέκομαι στο δρόμο (εμποδίζω το πέρασμα)•

    дайте мне -у κάνετε μου μέρος να περάσω•

    уступить -у кому-н. κάνω μέρος να περάσει κάποιος.

    3. ταξίδι•

    утомительная дорога κουραστικό ταξίδι•

    веслая дорога ευχάριστο ταξίδι•

    запасти провизии на -у εφοδιάζομαι τρόφιμα γιά το δρόμο•

    отправиться в -у ξεκινώ για δρόμο•

    собраться в -у ετοιμάζομαι για δρόμο (ταξίδι)•

    счастливой -и καλό ταξίδι.

    4. μέσο•

    упорный труд дорога верная дорога к знанию η επίμονη εργασία είναι το σίγουρο μέσο για τη γνώση.

    εκφρ.
    канатная дорога – εναέριος σιδηρόδρομος•
    конно-железная дорогаβλ. конка• туда и дорога εκεί οδηγεί ο δρόμος, έτσι του χρειάζονταν ή του άξιζε, τά 'θελε και τά 'πάθε•
    без -и – χωρίς καθορισμένη κατεύθυνση, απρογραμμάτιστα•
    по -е – α) πηγαίνοντας. β) ίδια κατεύθυνση, γ) ίδια επιδίωξη, ίδια σκέψη•
    дать ή уступить -уκ.τ.τ. α) αναμερώ, παραχωρώ τη θέση (κυρλξ. κ. μτφ.) знать -у ξέρω το δρόμο (γνωρίζω πως να ενεργήσω)•
    перебить (перейти, перебежать – κ.τ, τ.)' προλαβαίνω (προκάνω) πρώτος•
    пойти по плохой ή дурной -е – παίρνω κακό (άσχημο)δρόμο•
    стать ή стоять на -е чьей; стать ή стоять поперк -и кому – στέκομαι, μπαίνω εμπόδιο σέ κάποιον•
    стоять на хорошей ή правильной -е – κρατώ καλή θέση, ακολουθώ σωστό δρόμο•
    он не попал на свою -у – δεν έπεσε εκεί που είχε κλίση.

    Большой русско-греческий словарь > дорога

  • 53 завязать

    -вяжу, -вяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завязанный, -зан, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. δένω•

    завязать веревку δένω την τριχιά•

    завязать галстук δένω τη γραβάτα•

    завязать двойной узел διπλοκομποδένω.

    2. πιάνω, συνάπτω• αρχίζω πρώτος•

    завязать дружбу πιάνω φιλία•

    завязать разговор πιάνω κουβέντα•

    завязать переписку ανοίγω αλληλογραφία•

    завязать бой συνάπτω μάχη•

    завязать отношения πιάνω σχέσεις•;- спор αρχίζω συζήτηση•

    завязать перестрелку αρχίζω πρώτο£ τους πυροβολισμούς.

    3. (γι φυτά) γονιμοποιούμαι•

    завязать плод πιάνω (δένω) καρπό.

    1. δένομαι.
    2. αρχίζω, συνάπτομαι, πιάνομαι•. -лся бой πιάστηκε η μάχη.
    3. (για φυτά) γονιμοποιούμαι•

    плод -лся ο καρπός έδεσε.

    -аю, -аешь, ρ.δ.
    βλ. завязнуть.

    Большой русско-греческий словарь > завязать

  • 54 загребной

    επ. -ое весло ουράδιο, γουργούλα, πρυμιό-κουπί•

    -ая сторона αριστερή πλευρά της βάρκας (βλέποντας από την πρύμνη κατά την πρώρη).

    || ως ουσ. πρώτος κωπηλάτης (από την πρύμνη).

    Большой русско-греческий словарь > загребной

  • 55 законченный

    επ. από μτχ.
    τέλειος, εντελτς, παντέλειος, ολοτελής, ολοκληρωμένος. || πλήρης, άρτιος, κομπλέ•

    -ое образование άρτια μόρφωση.

    || μτφ. (με αρνητική σημ.) πρώτος, μεγάλος•

    законченный негодяй μεγάλος παλιάνθρωπος•

    болван βλάκας με περικεφαλαία.

    Большой русско-греческий словарь > законченный

  • 56 заметить

    -мечу, -метишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. замеченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.
    1. παρατηρώ, βλέπω, διακρίνω• παρακολουθώ•

    заметить за движениями неприятеля παρακολουθώ τις κινήσεις του εχθρού.

    || ξεχωρίζω, διακρίνω. || αντιλαμβάνομαι, προσέχω•

    он первый -ил эту ошибку αυτός πρώτος παρατήρησε αυτό το λάθος.

    2. σημειώνω, βάζω σημάδι, σημαδεύω•

    дорогу βάζω σημάδια στο δρόμο (για αναγνώριση).

    3. κάνω παρατήρηση, επιστήνω την προσοχή. || μέμφομαι, επικρίνω, κάνω παρατήρηση.
    εκφρ.
    дать заметитьπαλ. δίνω να καταλάβει.

    Большой русско-греческий словарь > заметить

  • 57 концертмейстер

    α.
    1. ο πρώτος βιολίστας.
    2. συνοδευτής, ακομπανίστας. || σολίστας.

    Большой русско-греческий словарь > концертмейстер

  • 58 начальный

    επ.
    1. αρχικός•

    начальный период αρχική περίοδος•

    -ая скорость αρχική ταχύτητα•

    -ые буквы τα αρχικά γράμματα.

    || πρώτος•

    -ая глава романа το πρώτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος.

    2. στόχε ιώδης, πρωταρχικός, ουσιώδης•

    -ое образование στοιχειώδης μόρφωση•

    -ая школа δημοτικό σχολείο•

    -ые классы οι τάζεις του δημοτικού σχολείου•

    -ые основания геометрии στοιχειώδης γεωμετρία ή τα στοιχεία της γεωμετρίας.

    3. παλ. βλ. начальник.

    Большой русско-греческий словарь > начальный

  • 59 первенствовать

    -ствую, -ствуешь κ. -ствую -ствуешь μτχ. ενεστ. первенствующий
    ρ.δ. είμαι πρώτος, προηγούμαι, κατέχω τα πρωτεία.

    Большой русско-греческий словарь > первенствовать

  • 60 первичный

    επ.
    1. αρχικός, πρώτος, πρωταρχικός•

    -ая обработка металла η αρχική επεξεργασία -του μετάλλου•

    первичный период развития η αρχική περίοδος ανάπτυξης.

    2. βασικός, κύριος.
    3. πρωτοβάθμιος• της βάσης•

    -ая парторганизация η κομματική οργάνωση βάσης.

    εκφρ.
    - ые породы – πρωτογενή εδάφη.

    Большой русско-греческий словарь > первичный

См. также в других словарях:

  • πρωτός — destined masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρώτος — η, ο / πρῶτος, ώτη, ον, ΝΜΑ, δωρ. τ. πρᾱτος, ον, Α 1. αυτός που προηγείται όλων τών άλλων ως προς τον χρόνο, τον τόπο, τον βαθμό, την ποιότητα, την αξία, τη θέση που έχει σε μια αριθμητική σειρά ή και το αξίωμα που κατέχει σε μια ιεραρχική τάξη… …   Dictionary of Greek

  • πρῶτος — πρότερος before masc nom sg πρῶτος before masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρώτος αριθμός — Ονομάζεται έτσι κάθε φυσικός αριθμός, που διαιρείται με τον εαυτό του και τον 1 μόνο. Ο Ευκλείδης απέδειξε ότι οι π.α. είναι άπειροι (για κάθε π.α. υπάρχει πρώτος, μεγαλύτερός του). Η κατανομή των π.α. μέσα στο σύνολο των φυσικών αριθμών είναι… …   Dictionary of Greek

  • Πρώτος — ό, Α (στη Φωκίδα) μήνας αντίστοιχος προς τον δελφικό Ηραίο …   Dictionary of Greek

  • πρωτός — ή, όν, Α ο καθορισμένος από τη μοίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρω τού πέ πρω ται, παρακμ. τού άχρηστου ενεστ. πόρω* «παρέχω, προσφέρω»] …   Dictionary of Greek

  • πρώτος — η, ο 1. αυτός που στην αριθμητική σειρά έχει τον αριθμό ένα. 2. αυτός που ξεπερνά όλους τους άλλους στη χρονική ή τοπική σειρά, στο βαθμό, στην αξία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τῶν δύο μαχομένων ὁ τρίτος πρῶτος. — См. Двое плюются, третий потешается …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πρωτά — πρωτός destined neut nom/voc/acc pl πρωτά̱ , πρωτός destined fem nom/voc/acc dual πρωτά̱ , πρωτός destined fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτόν — πρωτός destined masc acc sg πρωτός destined neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μην — Πρώτος ιστορικός φαραώ της Αιγύπτου. Ανέβηκε στον θρόνο το 3300 π.Χ. Ήταν ο ιδρυτής της πρώτης θινιτικής δυναστείας. Καταγόταν από την Άνω Αίγυπτο και έχτισε την πόλη Μέμφιδα, την οποία έκανε και πρωτεύουσά του. Διακρίθηκε ως στρατιωτικός και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»