-
1 πρώτισθ'
πρώτιστα, πρώτιστοςthe very first: neut nom /voc /acc plπρώτιστα, πρώτιστοςthe very first: neut nom /voc /acc plπρώτιστε, πρώτιστοςthe very first: masc voc sgπρώτιστε, πρώτιστοςthe very first: masc /fem voc sgπρώτισται, πρώτιστοςthe very first: fem nom /voc pl -
2 πρώτιστος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πρώτιστος
См. также в других словарях:
πρώτισθ' — πρώτιστα , πρώτιστος the very first neut nom/voc/acc pl πρώτιστα , πρώτιστος the very first neut nom/voc/acc pl πρώτιστε , πρώτιστος the very first masc voc sg πρώτιστε , πρώτιστος the very first masc/fem voc sg πρώτισται , πρώτιστος the very… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)