Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πρώτες

  • 1 πρώτος

    ώτη, ο[ν] 1.
    1) первый; πρώτη σειρά первый ряд;

    πρώτος μαθητής — первый ученик;

    πρώτη φορά первый раз, в первый раз, впервые;
    2) неотложный, срочный; είδη πρώτης ανάγκης предметы первой необходимости; 3) элементарный, простой;

    πρώτες γνώσεις — элементарные знания;

    πρώτοι αριθμοί мат. — простые числа;

    § τό πρώτο βιολί — первая скрипка;

    οι πρώτες βοήθειες — а) первая помощь; — б) скорая помощь;

    πρώτες ύλες — сырьё;

    η πρώτη τού μηνός первое число месяца;
    η πρώτη τού έτους первое января;

    ο πρώτος τυχών — первый встречный;

    οι τα πρώτα φέροντες — самые почётные (или влиятельные) граждане;

    ο πρώτος αριθμός — первый номер лотереи;

    εν πρώτοις — или (κατά) πρώτον — во-первых, прежде всего;

    με το πρώτο — сразу, тут же;

    2. (ο) рел духовный глава монастырей Старого Афона

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πρώτος

  • 2 ресурсы

    ресурсы м мн. τα μέσα, οι πόροι; природные \ресурсы οι πρώτες ύλες
    * * *
    м мн.
    τα μέσα, οι πόροι

    приро́дные ресу́рсы — οι πρώτες ύλες

    Русско-греческий словарь > ресурсы

  • 3 сырье

    сырье
    с οἱ πρώτες ὕλες:
    \сырье для промышленности οἱ βιομηχανικές πρώτες ὕλες.

    Русско-новогреческий словарь > сырье

  • 4 передовой

    επ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) πρωτοπόρος, προπορευόμενος•

    -ая лошадь το προπορευόμενο άλογο•

    -ая наука πρωτοπόρα επιστήμη.

    || προηγμένος•

    -ые страны οι προηγμένες χώρες.

    || προοδευτικός•

    передовой человек προοδευτικός άνθρωπος•

    -ые идеи προοδευτικές ιδέες.

    2. μπροστινός, πρώτος•

    -ые позиции линии οι πρώτες θέσεις της γραμμής•

    передовой пост η προφυλακή•

    передовой отряд η εμπροσθοφυλακή.

    3. ουσ. -ая,
    ой θ., πλθ. -ые, -ых οι πρώτες θέσεις γραμμής.
    4. ουσ. θ. -ая, -ой κύριο άρθρο (εφημερίδας, περιοδικού).
    εκφρ.
    - ая позиция – (στρατ.) η πρώτη γραμμή•
    - ая статья – το κύριο άρθρο (εφημερίδας, περιοδικού).

    Большой русско-греческий словарь > передовой

  • 5 сырьё

    ουδ.
    1. πρώτες ύλες•

    источники -ья πηγές πρώτων υλών•

    сырьё для промышленности πρώτες ύλες για τη βιομηχανία.

    2. επίρ. -ьм (απλ.) νωπά•

    есть овощи -ьм τρώγω τα λάχανα νωπά.

    Большой русско-греческий словарь > сырьё

  • 6 помощь

    1. (содействие, поддержка) η βοήθει/α, η υποστήριξη
    предлагать - προτείνω/προσφέρω τη -
    2. (пособие) η αρωγή, η βοήθεια, η συνδρομή, το βοήθημα, η επικουρία, η επιδότηση

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > помощь

  • 7 сырьё

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сырьё

  • 8 неотложный

    неотло́жн||ый
    прил (κατ)ἐπείγων:
    \неотложныйое дело ἡ κατεπείγουσα ὑπόθεση (δουλειά)· \неотложныйая (медицинская) помощь οἱ πρῶτες βοήθειες.

    Русско-новогреческий словарь > неотложный

  • 9 обращаться

    обращать||ся
    1. (поворачиваться) γυρίζω, στρέφομαι:
    \обращатьсяся лицом к свету στρέφω τό πρόσωπο μου προς τό φῶς·
    2. (превращаться) μεταμορφώνομαι, μεταβάλλομαι, ἀλλάζω·
    3. (к науке и т. ἡ) προστρέχω, καταφεύγω:
    \обращатьсяся к первоисточникам προστρέχω στίς πρώτες πηγές·
    4. (с какими-л. словами, просьбой и т. п.) ἀπευθύνομαι, ἀποτείνομαι:
    \обращатьсяся к кому́-л. с улыбкой ἀπευθύνομαι μέ χαμόγελο σέ κάποιον \обращатьсяся за помощью к кому́-л. ζητῶ βοήθεια ἀπό κάποιον \обращатьсяся с призывом к кому́-л. κάνω ἔκκλησιν προς κάποιον \обращатьсяся с вопросом ἐρωτῶ, βάζω ἐρώτημα·
    5. эк. (оборачиваться) κυκλοφορώ·
    6. (обходиться с кем-л., с чем-л.) φέρνομαι, συμπεριφέρομαι, μεταχειρίζομαι:
    хорошо́ \обращатьсяся φέρνομαι καλά, συμπεριφέρομαι καλά· ду́р-но (плохо) \обращатьсяся κακομεταχειρίζομαι, φέρνομαι ἄσχημα, ἀποπαίρνω·
    7. (пользоваться, применять) (μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ:
    умело \обращатьсяся с чем-л. χειρίζομαι κάτι ἐπιδέξια

    Русско-новогреческий словарь > обращаться

  • 10 первый

    перв||ый
    числ. порядк. πρώτος:
    \первый этаж τό πρώτο πάτωμα· Первое мая ἡ πρώτη Μαΐου· \первыйого января τήν πρωτοχρονιά· \первый ученик ὁ πρώτος μαθητής· \первыйые овощи, \первыйые плоды́ τά πρωτολούβια, τά πρωΤίμάδια· в \первыйом часу́ μετά τίς δώδεκα· по \первыйому требованию μέ τήν πρώτη ζήτηση· занять \первыйое место καταλαμβάνω τήν πρώτη θέση· ◊ \первыйая помощь οἱ πρώτες βοήθειες· \первый встречный ὁ πρώτος τυχών с \первыйого взгляда ἐκ πρώτης δψεως, μέ τήν πρώτη ματιά· в \первыйую очередь πριν ἀπ' ὅλα· тым делом πρίν ἀπ' ἔλα· играть \первыйую скрипку παίζω τό πρώτο βιολί.

    Русско-новогреческий словарь > первый

  • 11 перерабатывать

    перерабатывать
    несов, переработать сов ι. κατεργάζομαι, ἐπεξεργάζομαι:
    \перерабатывать сырье κατεργάζομαι τις πρώτες Ολες·
    2. (переделывать) ξαναδουλεύω κάτι, διορ-Φνο·
    3. (работать сверх положенного времени) δουλεύω ὑπερωρίες.

    Русско-новогреческий словарь > перерабатывать

  • 12 получать

    получа||ть
    песо».
    1. παίρνω, λαβαίνω, λαμβάνω:
    ^\получать письмо́ λαβαίνω γράμμα· \получать диплом παίρνω δίπλωμα·.\получать важные сведения λαβαίνω σπουδαίες πληροφορίες· \получать первую помощь μοῦ παρέχονται οἱ πρῶτες βοήθειες·
    2. (зарабатывать) κερδίζω:
    сколько ты \получатьешь? πόσα κερδίζεις;, πόσα παίρνεις;·
    3. (добивать, вырабатывать) βγάζω· ◊ \получать на́сморк πιάνω συνάχι, συναχώνομαι· -\получать удовольствие εὐχαριστιέμαι, ἰκανοκοιοῦμαι· \получать· всемирное признание ἀποκτώ παγκόσμια ἀναγνώριση.

    Русско-новогреческий словарь > получать

  • 13 призовой

    призов||ой
    прил спорт.:
    \призовойые места οἱ πρώτες θέσεις, οἱ θέσεις πού βραβεύονται.

    Русско-новогреческий словарь > призовой

  • 14 скорый

    скор||ый
    прил
    1. (быстрый) γοργός, γρήγορος, ταχύς:
    \скорый ход ἡ ταχυπορία· \скорыйыми шагами μέ γρήγορα βήματα·
    2. (близкий по времени) προσεχής, σύντομος:
    в \скорыйом времени σύντομα, σέ λίγον καιρό, ἐντός ὁλίγου, μετ' ὁλίγον ◊ \скорый поезд ἡ ταχεία (αμαξοστοιχία)· \скорыйая помощь οἱ πρώτες βοήθειες· на \скорыйую ру́ку πρόχειρα, στά γρήγορα, στά πεταχτά· до \скорыйого свидания! καλή ἀντάμωση!

    Русско-новогреческий словарь > скорый

  • 15 πηγή

    η
    1) источник, родник, ключ; исток (реки);

    ιαματική πηγή — лечебный источник;

    πηγές πετρελαίου — нефтяные залежи;

    2) перен. источник;

    πηγή φωτός — источник света;

    πηγή γνώσεων — источник знаний;

    οι πρώτες πηγές — первоисточники;

    είδηση υπόπτου πηγής — сообщение из ненадёжного источника;

    πηγές καλά πληροφορημένες — хорошо информированные источники;

    3) перен. источник, начало; причина;
    πλ. истоки, начала;

    οι πηγές τού πολιτισμού — истоки цивилизации (или культуры);

    η οκνηρία είναι πηγή κακών — лень — источник всех зол

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πηγή

  • 16 ύλη

    η
    1) вещество, материал;

    πρώτες ύλες — сырьё;

    πλαστικές ύλες — пластмассы;

    καύσιμη ύλη — горючее (топливо);

    ανταλλαγή ( — или εναλλαγή) ύλης — обмен веществ;

    2) перен. материал; тема, содержание (книги и т. п.); объект (науки);

    ύλ εφημερίδας — газетный материал;

    γλωσσική ύλη — языковой материал;

    3) филос, материя;
    4) материальные блага;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ύλη

  • 17 first aid

    treatment of a wounded or sick person before the doctor's arrival: We should all learn first aid; (also adjective) (first-aid treatment.) πρώτες βοήθειες

    English-Greek dictionary > first aid

  • 18 small hours

    (the hours immediately after midnight: He woke up in the small hours.) πρώτες πρωινές ώρες

    English-Greek dictionary > small hours

  • 19 ласточка

    θ.
    χελιδόνι•

    городская ласточка χελιδόνι αστικό η κοινό•

    деревенская ласточка αγροδίαιτο χελιδόνι•

    береговая ласточка πετροχελιδόνι, βραχοδίαιτο χελιδόνι.

    εκφρ.
    первая ласточка – το πρώτο χελιδόνι (οι πρώτες ενδείξεις)•
    одна ласточка весны не делает – ένα χελιδόνι δε φέρει την Άνοιξη.

    Большой русско-греческий словарь > ласточка

  • 20 позиция

    θ.
    1. θέση•

    позиция с которой видишь хорошо θέση από την οποία βλέπεις καλά•

    ног в танце η θέση των ποδιών στο χορό•

    пальцев при игре в гитаре η θέση των δάχτυλων στο πέξιμο της κιθάρας.

    || η πόζα.
    2. διάταξη•

    артиллерийская позиция η θέση του πυροβολικού•

    передовые -и (στρατ.) οι πρώτες θέσεις, η πρώτη γραμμή.

    3. άποψη• στάση•

    теоретические -и θεωρητικές θέσεις•

    политика с -и силы πολιτική από θέση ισχύος•

    какую -ю он взял? τι θέση πήρε αυτός;

    Большой русско-греческий словарь > позиция

См. также в других словарях:

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»