Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ιαματική

См. также в других словарях:

  • Loutrochori, Pella — Infobox Greek Dimos name = Loutrochori name local = Λουτροχώρι periph = Central Macedonia prefec = Pella population = 466 population as of = 2001 area = 7.506 elevation = lat deg = 40 lat min = 43 lon deg = 22 lon min = 6 postal code = 585 00… …   Wikipedia

  • Δήμητρα — I (αρχ. Δημήτηρ). Μία από τις θεότητες του Δωδεκάθεου των αρχαίων, προστάτιδα της γεωργίας και όλων των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών που, κατά την ιστορία ή τη μυθολογία, συνδέονταν με αυτήν. Το χαρακτηριστικό επίθετο Θεσμοφόρος που της… …   Dictionary of Greek

  • επάγγελμα — Εργασία ή υπηρεσία που εκτελείται με συντονισμένο τρόπο από ένα άτομο, το οποίο είναι σε θέση να μετέχει στην οικονομική δραστηριότητα. Στην έννοια αυτή συμπεριλαμβάνεται και η σωματική ή πνευματική προσπάθεια της μαθητείας, που είναι απαραίτητη… …   Dictionary of Greek

  • πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… …   Dictionary of Greek

  • υπακούω — ὑπακούω ΝΜΑ [ακούω] ακούω με σεβασμό μία επιταγή και συμμορφώνομαι προς αυτήν νεοελλ. 1. είμαι υπάκουος, ευπειθής 2. (κατ επέκτ.) διέπομαι («το φαινόμενο υπακούει στον νόμο τής βαρύτητας») μσν. αρχ. 1. υποτάσσομαι σε κάποιον 2. εκκλ. ψάλλω σε… …   Dictionary of Greek

  • αθάνατο νερό — Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, είναι νερό θαυματουργό που η πόση του, ο ραντισμός ή το βάπτισμα σε αυτό κάνει τον άνθρωπο αθάνατο. Η παράδοση αυτή ανάγεται στην αρχαιότητα. Α.ν. ήταν το Στυγός ύδωρ του Άδη, εκεί όπου η Θέτιδα βάφτισε τον Αχιλλέα… …   Dictionary of Greek

  • Αίλιος Πρoμώτος — (Aelius Promotus, 2ος αι. μ.Χ.). Γιατρός από την Αλεξάνδρεια, κυρίως φαρμακολόγος, που ευνοούσε τη μαγική ιατρική. Έγραψε το Δυναμερόν (Ιαματική Δύναμη), που ένα τμήμα του λέγεται Φυσικά και αντιπαθητικά, του οποίου ορισμένα αποσπάσματα… …   Dictionary of Greek

  • Αμφιάραος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας και μάντης, που θεοποιήθηκε και λατρευόταν ως χθόνια θεότητα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Οι αρχαιότερες παραδόσεις τον αναφέρουν ως απόγονο του Μελάμποδα, ονομαστού για τα μαντικά και θρησκευτικά του χαρίσματα· νεότερες …   Dictionary of Greek

  • Άντισσα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 900 κάτ.) της Λέσβου. Βρίσκεται στους βόρειους πρόποδες του βουνού Αετώνηδες στο δυτικό τμήμα του νησιού. Στην περιοχή υπάρχει η ιαματική πηγή Τελώνια. Σώζονται επίσης ερείπια της αρχαίας ομώνυμης πόλης που είχε …   Dictionary of Greek

  • Βολισσός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 417 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στα βορειοδυτικά παράλια, σε μια εύφορη περιοχή. Αποτελεί έδρα του δήμου Αμανής. Η Β. είναι μεσαιωνικό κεφαλοχώρι με έντονο τοπικό χρώμα. Σώζονται ερείπια παλαιού φρουρίου που μάλλον… …   Dictionary of Greek

  • Κάρλοβι Βάρι — (Karlovy Vary). Πόλη (121.581 κάτ. το 2002) της Τσεχίας, πρωτεύουσα της επαρχίας Καρλοβάρσκι (3.315 τ. χλμ., 303.051 κάτ. το 2002). Είναι χτισμένη σε μια κοιλάδα στο σημείο της συμβολής των ποταμών Όχρε και Τέπλα. Αρχικά ονομαζόταν Βάρι (σημαίνει …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»