-
101 πρό-τμησις
πρό-τμησις, ἡ, der Abschnitt oder Einschnitt in der Gestalt des Menschen über den Hüften, die Weichen, die Taille, die Gegend um den Nabel, Il. 11, 424 u. sp. D., wie Qu. Sm. 6, 374, auch in späterer Prosa.
-
102 πρό-τηξις
πρό-τηξις, ἡ. das Vorherschmelzen, Sp.
-
103 πρό-τονος
πρό-τονος, ὁ, ein Schiffstau, das von der Spitze des Mastes nach den beiden Spitzen des Schiffes gespannt war, und den Mastbaum aufzurichten, niederzulassen und festzuhalten diente; ἱστὸν προτόνοισιν ὑφέντες, Il. 1, 434; κατὰ δὲ προτόνοισιν ἔδησαν, sc. ἱστόν, Od. 2, 425. 15, 290; ἱστοῠ δὲ προτόνους ἔῤῥηξ' ἀνέμοιο ϑύελλα ἀμφοτέρους· ἱστὸς δ' ὀπίσω πέσεν, 12, 409 ff.; σωτῆρα ναὸς πρότονον, Aesch. Ag. 871; κατὰ πρώραν, Eur. I. T. 1134; Hec. 114; u. sp. D., wie Ap. Rh. 1, 564; πολιὸς πρότονος ἐκλέλυται, Meleag. 77 (v, 204); Luc. Iov. trag. 47.
-
104 πρό-τηθυς
-
105 πρό-τῑμος
πρό-τῑμος, vor Andern geehrt, vorzüglich; λίϑοι, Plat. Legg. XII, 947 d; οὐδὲ μὲν εἰ ταχυτῆτι ποδῶν, τό περ ἔστι πρότιμον ῥώμης, ὅσσ' ἀνδρῶν ἔργ' ἐν ἀγῶνι πέλει, Xenophan. bei Ath. X, 414 b; προτιμότερον, Ael. H. A. 8, 4.
-
106 πρό-φρων
πρό-φρων, ον, eigtl. mit vorgeneigter Seele, propenso animo, also geneigt, gewogen, wohlwollend; καί μοι ὄμοσσον ἦ μέν μοι πρόφρων ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν, Il. 1, 77; οὐδέ τί πώ μοι πρόφρων τέτληκας εἰπεῖν ἔπος, 543, u. öfter; ὅτε πρόφρων Δαναοῖσιν ἄμ υνεν, 14, 71; οὔ νύ τι ϑυμῷ πρόφρονι μυϑέομαι, ich rede nicht von ganzem Herzen, mit voller Ueberzeugung oder parteiisch für die Trojaner, 8, 40, vgl. 10, 244; εἰ δὴ πρόφρονι ϑυμῷ Ὀλύμπιος αὐτὸς ἀνώγει, Il. 24, 140; in welchen Verbindungen Andere erkl. »mit festem Willen, mit unabänderlichem Vorsatz« oder »auf seinem Willen bestehend«; überall ist aber ein gemüthliches Geneigtsein dabei zu denken; ironisch ist die Vrbdg Od. 14, 406: πρόφρων κεν δὴ ἔπειτα Δία Κρονίωνα λιτοίμην, dann könnte ich wohl aus vollem Herzen, freudig zu Zeus beten! d. i. ich könnte es nimmermehr. – So auch adv. προφρόνως, ep. προφρονέως, z. B. μάχεσϑαι Il. 5, 810, τῖεν 6, 173, ῥύοισϑε 17, 224. – Pind. πρόφρων ἄμβασε στρατόν, P. 4, 191; δέξεται πρόφρων, 9, 56; σύμμαχος, I. 5, 28; προφρόνως ἐφίλασε, P. 2, 16; ἀντέχομαι, N. 1, 33; καί σ' ἐπ οπτεύων πρόφρων ϑεὸς φυλάσσοι, Aesch. Ch. 1063; κλῠϑί μου πρόφρονι καρδίᾳ, Suppl. 344, u. öfter im adv. z. B. πέμπετ' ἀρωγὴν παισὶν προφρόνως ἐπὶ νίκην, Ch. 471; Suppl. 1; γενοῦ πρόφρων ἡμῖν ἀρωγός, Soph. El. 4372; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 802. 3, 1188 u. in der Anth.
-
107 πρό-φρασσα
πρό-φρασσα, ἡ, eigenes episches fem. zu πρόφρων, geneigt, gewogen; ὅτε οἱ πρόφρασσα παρέστης, von der Göttinn, Il. 10, 290, vgl. Od. 5, 161. 10, 386. 13, 391; Andere erkl. vorbedacht, bedachtsam, s. πρόφρων. Von φράζω abzuleiten. Vgl. Lob. Phryn. 523.
-
108 πρό-φραγμα
πρό-φραγμα, τό, ein vorn od. vor einem andern eingeschlossener, umzäunter oder befestigter Ort, Hesych., = προσκήνιον. – Schutzwehr, ἀεὶ ἂν ἐν μεγάλοις ἦν κινδύνοις τὰ κατὰ τοὺς Ἕλληνας, εἰ μὴ Μακεδόνας εἴχομεν πρόφραγμα, Pol. 9, 35, 3; D. Sic. 19, 30.
-
109 πρό-φυσις
-
110 πρό-φυγος
πρό-φυγος, entfliehend, profugus, Sp.
-
111 πρό-φασις
πρό-φασις, ἡ, eigtl. das Vorscheinenlassen ( προφαίνω), der Anschein, νόστου, daß man zurückkehren werde, Pind. P. 4, 32; daher der Vorwand, hinter dem Einer seine rechte Meinung verbirgt, das Vorgeben, das Einer braucht, wenn er sich weigert, Etwas zu thun; Hom. braucht nur den absol. accus. πρόφασιν, vorgeblich, der Aussage nach, Il. 19, 262, ἐπὶ δὲ στενάχοντο γυναῖκες Πάτροκλον πρόφασιν, σφῶν δ' αὐτῶν κήδε' ἑκάστη, 302; u. so Ar. Equ. 469 u. Sp.; vgl. Jacobs Ach. Tat. p. 590, im Ggstz von τὸ ἀληϑές, Lys. 13, 12; welcher Gegensatz auch durch das einfache δέ bezeichnet wird, Wolf Dem. Lpt. p. 270; vgl. Eur. Bacch. 221 u. Dem. 18, 77; αὕτη γὰρ ἦν σοι πρόφασις ἐκβαλεῖν ἐμέ, Soph. Phil. 1023; Ἀχιλλεῖ πρόφασιν ὡς γαμουμένην, Eur. I. A. 362; ἔχεις πρόφασιν, Hec. 340, u. öfter; προφάσεις παρέχειν, Ar. Av. 581, πρόφασιν ϑέσϑαι, einen Vorwand brauchen, Theogn. 364; u. in Prosa: προφάσιας εἱλκον, Her. 6, 86; προφάσιος ἔχεσϑαι, einen Vorwand ergreifen, 6, 94; ἵν' αὐτῷ πρόφασις εἴη τῆς ἀποστάσεως, Plat. Menex. 245 b; οἵτινες ἔχϑρας πρόφασιν ζητήσουσιν, Phaedr. 234 a; πρόφασιν τοῖς δειλοῖς ἔχει μὴ πρὸς τὸν μαχόμενον ἰέναι, Rep. V, 469 c; ἐν τῇ προφάσει ταύτῃ ἀπέκτειναν, Lys. 13, 12; κατασκευάζειν πρόφασιν, Xen. Cyr. 2, 4, 17 u. öfter; auch Entschuldigung, οὐ μέντοι μοι δοκεῖ προφάσεις ἀγὼν δέχεσϑαι, Plat. Crat. 421 d; Veranlassung, Gelegenheit, Her. 3, 36 u. öfter; Antiph. 5, 21; προφάσεως ἕνεκα, 6, 14; Grund, οὔτ' ἔστιν οὐδεμία πρόφασις ἡμῖν τοῠ μὴ δρᾶν ταῠτα, Plat. Tim. 10 c, vgl. 76 e Phaedr. 255 d, u. sonst; διὰ δύο προφάσεις, aus zwei Gründen, Isocr. 1, 23; u. so auch Thuc. 1, 23, wo ἀληϑεστάτη πρόφασις der vorangehenden αἰτία entspricht; ϑάνατος ἐξαπιναῖος οὐκ ἔχων φανερὰν πρόφασιν, ohne eine deutliche, bekannte Ursache. Xen. Hell. 6, 4, 33; Plut. u. A.; vgl. noch Dem. τὴν μὲν ἀληϑῆ πρόφασιν τῶν πραγμάτων ἀπεκρύπτετο, 18, 156, den wahren Grund. – Absolut gebraucht finden sich: προφάσιος τῆςδε, Her. 4, 135; πρόφασιν, s. oben, ἐπὶ προφάσιος und ἐπὶ προφάσει, Theogn. 323, Her. 7, 150; ἀπὸ προφάσιος, 2, 161, διὰ πρόφασιν, 4, 145. 7, 230; κατὰ πρόφασιν, 1, 29; μή μοι πρόφασιν, keinen Vorwand, keine Ausflucht, Ar. Ach. 345; auch im plur., μὴ προφάσεις, Alexis bei Ath. IV, 170 a. Aehnlich μή με πίῃς πρόφασιν, Ep. ad. 197 (IX. 38).
-
112 πρό-φατος
πρό-φατος, verkündet, berühmt, Pind. Ol. 8, 16.
-
113 πρό-φαντις
πρό-φαντις, ιδος, ἡ, = προφῆτις, Pol. 1, 14.
-
114 πρό-φαντος
πρό-φαντος, wie προφανής, sich von fernher zeigend, fernher sichtbar, πρόφαντον σοφίᾳ, Pind. Ol. 1, 116; – vorher gezeigt, angedeutet, vorausgesagt, bes. vom Orakel, Soph. Trach. 1149. 1153; Her. 5, 63. 9, 93; daher in VLL. πρόφαντον durch λόγιον, ϑεοπρόπιον erkl. wird. Vgl. προφαίνω.
-
115 πρό-φορος
πρό-φορος, ὁ, das Wasser zwischen der Leibesfrucht und den sie umgebenden Häuten, Arist. H. A. 7, 7, ὑγρότης ὑδατώδης καὶ ἰχωρώδης, ἢ αἱματώδης, ὁ καλούμενος ὑπὸ τῶν γυναικῶν πρόφορος.
-
116 πρό-φθασις
πρό-φθασις, ἡ, das Zuvorkommen (?).
-
117 πρό-φθεγξις
πρό-φθεγξις, ἡ, das Vorhersprechen, Poll.
-
118 πρό-φημι
πρό-φημι (s. φημί), vorhersagen, vorher verkündigen, Sp., wie Schol. Soph. O. R. 271; προπεφασμένα ἆϑλα, wie Herm. bei Hes. O. 657 für προπεφραδμένα conj., kommt von προφαίνω her, w. m. vgl.
-
119 πρό-χρεια
πρό-χρεια, ἡ, nach B. A. 472 sp. vulgärer Ausdruck für ἀφορμή, πάροδος.
-
120 πρό-χρονος
πρό-χρονος, vorausgehend in der Zeit, aus voriger Zeit, Luc. de salt. 80.
См. также в других словарях:
πρό — before indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προ — ΝΜΑ (κυρίως ως πρόθεση) Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.) 1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ τής εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ, γ. «πρὸ δ ἄρ αὐτῶν… … Dictionary of Greek
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek
προ-πο — το, Ν 1. ποδοσφαιρικό στοίχημα βασιζόμενο στην κατά το δυνατόν ακριβέστερη πρόγνωση τής έκβασης ορισμένου αριθμού ποδοσφαιρικών αγώνων 2. (κατ επέκτ.) το ειδικό δελτίο πάνω στο οποίο γράφει ο ενδιαφερόμενος τα προγνωστικά του για το στοίχημα αυτό … Dictionary of Greek
προ — (πρόθ.), μπροστά, πριν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πρὸ τῆς γενειάδος διδάσκεις γέροντας. — См. Курицу яйца не учат … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πρὸ τῆς νίκης τὸ ἐγκώμιον ἄδεις. — См. Не хвались идучи на рать, хвались идучи с рати … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
προ(ρ)ρομαντικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προρρομαντισμό («προρρομαντικά ρεύματα») … Dictionary of Greek
προ(ρ)ρομαντισμός — ο, Ν τα διάφορα πολιτιστικά και καλλιτεχνικά ρεύματα που εμφανίστηκαν από τα μέσα τού 18ου αιώνα στην Ευρώπη και τα οποία θεωρούνται ως προδρομικά τού ρομαντισμού … Dictionary of Greek
Βουλεύου δὲ πρό ἔργου. — βουλεύου δὲ πρό ἔργου. См. Сначала думай, а потом делай … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Βουλεύου δὲ πρὸ ἔργου ὅπως μὴ μωρὰ πέληται. — См. С самого начала гляди и думай о конце … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)