-
1 πρό-δοξος
-
2 πρόδοξος
πρό-δοξος, urteilend, bevor man Einsicht erlangt hat
См. также в других словарях:
πρόδοξος — ον, ΜΑ αυτός που κρίνει ένα ζήτημα επιπόλαια, χωρίς να τό εξετάσει προσεκτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δοξος (< δόξα), πρβλ. παρά δοξος] … Dictionary of Greek