-
1 πρότροπος
πρότροποςbefore the treading: masc nom sg -
2 πρότροπος
A before the treading (cf. Poll.6.17, Moer.p.305P.), Dsc.5.6, Androm. ap.Gal.13.30, Xenocr. ap. Orib.2.58.114, Ath.1.30b, 2.45e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρότροπος
-
3 προτρόπου
πρότροποςbefore the treading: masc gen sg -
4 προτρόπους
πρότροποςbefore the treading: masc acc pl -
5 πρότροπον
πρότροποςbefore the treading: masc acc sg -
6 προτρόπω
-
7 προτρόπῳ
-
8 πρόδρομος
πρόδρομ-ος, ον,A running forward with headlong speed,π. ἦλθον A.Th. 211
(lyr.);φυγάδα πρόδρομον S.Ant. 108
(lyr.), etc.; μόλε π. v.l. in E.Ph. 296(lyr.).2 running before, going in advance,π. στρατιή Hdt.9.14
;κήρυκας π. προπέμπειν Id.1.60
;π. ἥκω E.IA 424
; freq. of horsemen in advance of an army, Hdt.4.121, 122;π. τῶν ἄλλων ἥκειν Id.7.203
, cf. Th.2.22;λεὼς π. ἱππότας A.Th.80
(lyr.); mounted skirmishers, οἱ π. 'guides', a special corps in the Maced. army, Arr.An.1.12.7, cf. D.S. 17.17;οἱ ἀμφὶ [τὸν ἵππαρχον] πρόδρομοι X.Eq.Mag.1.25
; at Athens, Arist.Ath.49.1; also, of light ships, Alciphr.1.11.3 metaph., precursor, ἀστέρα.. ἀελίου π. Ion Lyr.10;ἠπίαλος πυρετοῦ π. Ar.Fr. 332
(anap.);δείπνου π. ἄριστον Eub.75.13
;π. τοῦ δοκοῦντος καλλίστου εἶναι Pl.Chrm. 154a
, cf. Plot.6.7.7.II as Subst., πρόδρομοι, οἱ,1 v. supr. 1.2.3 early figs, Id.CP5.1.5 sq., cf. Plin.HN 16.113.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόδρομος
См. также в других словарях:
πρότροπος — before the treading masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρότροπος — ὁ, Α (για οίνο) 1. κρασί που χύνεται από στιβαγμένα σταφύλια πριν αυτά πατηθούν 2. κρασί που προέρχεται από σταφύλια ξεραμένα επάνω στα κλήματα 3. ο γλυκός οίνος τής Λέσβου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τροπος < ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας *trep… … Dictionary of Greek
προτρόπου — πρότροπος before the treading masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρόπους — πρότροπος before the treading masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρόπῳ — πρότροπος before the treading masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρότροπον — πρότροπος before the treading masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράμνειος — και πράμνιος, ὁ, ἡ, Α (ενν. οἶνος) 1. είδος δυνατού, πιθανώς κόκκινου, κρασιού, εξαιρετικής ποιότητας, το οποίο πήρε την ονομασία του από το όρος Πράμνη τής Ικαρίας ή από την ονομασία τόπου κοντά στην Έφεσο ή στη Σμύρνη ή στη Λέσβο 2. κρασί… … Dictionary of Greek
πρότραπος — ὁ, Α πρότροπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + τραπέω «πατώ σταφύλια»] … Dictionary of Greek
πρότροπα — Α (κατά τον Ησύχ.) «θυσίας εἶδος». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πρότροπος] … Dictionary of Greek