Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πρόσρημα

См. также в других словарях:

  • πρόσρημα — address neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσρημα — ήματος, τὸ, Α [προσλέγω] 1. καθετί που απευθύνεται σε κάποιον ως προσφώνηση, ως προσαγόρευση, ως χαιρετισμός («οὐκ ὀρθοῡ ὄντας τοῡ προσρήματος, τοῡ χαίρειν», Πλατ.) 2. ονομασία, επίκληση …   Dictionary of Greek

  • προσρημάτων — πρόσρημα address neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσρήμασι — πρόσρημα address neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσρήμασιν — πρόσρημα address neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσρήματα — πρόσρημα address neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσρήματι — πρόσρημα address neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσρήματος — πρόσρημα address neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»