Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πρόξεινος

См. также в других словарях:

  • πρόξεινος — ὁ, Α βλ. πρόξενος …   Dictionary of Greek

  • πρόξεινος — πρόξενος public masc nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόξενος — Άμισθος ή έμμισθος κρατικός υπάλληλος, ο οποίος εδρεύει μόνιμα στο έδαφος αλλοδαπού κράτους, με τη συγκατάθεση του τελευταίου, και έχει ως αποστολή να εξυπηρετεί τα συμφέροντα ή να διεκπεραιώνει υποθέσεις των πολιτών του κράτους που εκπροσωπεί ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»