-
1 προξεινος
-
2 προξενος
ион. πρόξεινος ὅ и ἥ1) проксен (лицо оказавшее гостеприимство гражданам другого государства и получавшее за это ряд привилегий от последнего) Pind., Her., Thuc., Xen., Plat. etc.2) защитник, заступник(Ἑρμῆς π. Aesch.)
3) гостеприимный хозяин(ἥ φίλη π. Soph.)
См. также в других словарях:
πρόξεινος — ὁ, Α βλ. πρόξενος … Dictionary of Greek
πρόξεινος — πρόξενος public masc nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόξενος — Άμισθος ή έμμισθος κρατικός υπάλληλος, ο οποίος εδρεύει μόνιμα στο έδαφος αλλοδαπού κράτους, με τη συγκατάθεση του τελευταίου, και έχει ως αποστολή να εξυπηρετεί τα συμφέροντα ή να διεκπεραιώνει υποθέσεις των πολιτών του κράτους που εκπροσωπεί ή… … Dictionary of Greek