-
1 προξενος
ион. πρόξεινος ὅ и ἥ1) проксен (лицо оказавшее гостеприимство гражданам другого государства и получавшее за это ряд привилегий от последнего) Pind., Her., Thuc., Xen., Plat. etc.2) защитник, заступник(Ἑρμῆς π. Aesch.)
3) гостеприимный хозяин(ἥ φίλη π. Soph.)
-
2 προαγορευω
1) предсказывать, предвещать(τέν μεταλλαγέν τῆς ἡμέρης Her.; τὸ μέλλον Xen.)
2) предупреждать, предостерегатьπροηγόρευεν, ὅτι ὡς πολεμίῳ χρήσοιτο Xen. — (всякого бегущего Кир) предупредил, что поступит (с ним) как с врагом
3) заявлять, указывать(προηγόρευε τοῖς Ἀθηναῖοις, sc. ὅ Περικλῆς, ὁτι Ἀρχίδαμος οἱ ξένος εἴη Thuc.)
4) объявлять, возвещать, провозглашать(ὑπὸ κήρυκος Her.; πόλεμόν τινι Thuc.)
ἰσονομίην τινὴ π. Her. — предоставлять кому-л. равноправие;τοὺς Ἕλληνας π. αὐτονόμους ἀφιέναι Thuc. — предоставлять грекам жить по их собственным законам5) приказывать, предписывать(τινἴ μετιέναι τινά Her.)
π. τινὴ μέ κινεῖν τι Plat. — запрещать кому-л. разрушать (досл. потрясать) что-л.;τὰ προηγορευμένα Xen. — предписания, указания6) вызывать (в качестве обвиняемого)(π. τινὴ εἰς τρίτην ἀγορὰν παρεῖναι Plut.)
7) (тж. π. εἴργεσθαι τῶν νομίμων Dem.)( об обвиняемом в убийстве) объявлять о запрещении участвовать в священных обрядах (τοῖς ἀνδροφόνοις Isocr.)
См. также в других словарях:
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek
ιδιόξενος — ἰδιόξενος, ον (Α) προσωπικός φίλος ιδιώτη σε ξένο μέρος («οὔτε πρόξενος ὤν οὔτε ἰδιόξενος αὐτοῡ», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + ξένος (< ξένος), πρβλ. πρό ξενος, φιλό ξενος] … Dictionary of Greek
πρόξενος — Άμισθος ή έμμισθος κρατικός υπάλληλος, ο οποίος εδρεύει μόνιμα στο έδαφος αλλοδαπού κράτους, με τη συγκατάθεση του τελευταίου, και έχει ως αποστολή να εξυπηρετεί τα συμφέροντα ή να διεκπεραιώνει υποθέσεις των πολιτών του κράτους που εκπροσωπεί ή… … Dictionary of Greek
ισοπρόξενος — ἰσοπρόξενος, ὁ (Α) αυτός που απολαμβάνει προνόμια προξένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πρό ξενος] … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
πρύτανης — ο / πρύτανις, άνεως, ΝΑ, και αιολ. τ. πρότανις Α (στην αρχ. Αθήνα) καθένας από τους 50 βουλευτές τής φυλής η οποία προήδρευε στη βουλή για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, που ισοδυναμούσε με το 1/10 τού έτους νεοελλ. 1. αιρετός και με ορισμένη… … Dictionary of Greek
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
Греческие имена — Ниже приводится список имён греческого происхождения. Многие греческие имена входят в другие языки, но они более популярны среди самих греков. Содержание 1 А 2 В 3 Г 4 Д … Википедия
Список имён греческого происхождения — Эта статья или раздел нуждается в переработке. Пожалуйста, улучшите статью в соответствии с правилами написания статей … Википедия
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek