-
1 πρός-κυνες
πρός-κυνες, οἱ (s. κύων), hündische Schmeichler, Speichellecker, Ath. VI, 259 a, wo man auch πρόκυνες hat ändern wollen.
-
2 προ-κύων
προ-κύων, κυνος, ὁ, s. nom. pr.; Antiphan. 5 (XI, 322) nennt die Grammatiker spöttisch πικροὶ Καλλιμάχου πρόκυνες, die bittern, kleinen Kläffer, κύνες. – Für Schmeichler aber wird jetzt richtiger πρόςκυνες geschrieben, w. m. s.
-
3 ξηρός
ξηρός (vgl. ξερός, σχερός, χέρσος), trocken, dürr; γαῖα, Eur. Phoen. 1159, u. so oft vom Lande; ξηροῖς ἀκλαύστοις ὄμμασι, Aesch. Spt. 678; κομίζων ξηρὸν ἐκ πόντου πόδα, Eur. Andr. 1260; ἄνεμος, Ar. Nubb. 403 (vgl. Her. 2, 26); übertr., τρόποι, Vesp. 1452; von einem ausgetrockneten Flusse, Her. 5, 45; τὸ ξηρὸν τοῦ ποταμοῠ, eine trockne Stelle im Flusse, Xen. Cyr. 7, 5, 18; ἐξέωσαν εἰς τὸ ξηρὸν τὰς ναῦς, Thuc. 8, 105; Ggstz ὑγρός, Plat. Phaed. 86 b u. öfter; ὕλη αὔη καὶ ξηρά, Legg. VI, 761 c; ξηρότερον, Phil. 25 c; Folgde; ἡ ξηρά, sc. γῆ, das trockne, feste Land, Xen. Oec. 19, 7; N. T. u. a. Sp. – Von der Stimme, rauh, heiser, Sp. – Uebh. leer, nichtig, trocken; πικροὶ καὶ ξηροὶ πρόκυνες heißen die Grammatiker Antiphan. 5 (XI, 322); ἐπὶ ξηροῖς καϑίζειν τινά, aufs Trockne setzen, ihn um alles das Seinige bringen, Theocr. 1, 51; erschöpft, 24, 60.
-
4 προκύων
προ-κύων, κυνος, ὁ, man nennt die Grammatiker spöttisch πικροὶ Καλλιμάχου πρόκυνες, die bittern, kleinen Kläffer
См. также в других словарях:
προκύων — (Αστρον.). Αστέρας στον αστερισμό του Μικρού Κυνός, Ν των Διδύμων. Είναι διπλός αστέρας, που οφείλει τη σημασία του στον δεύτερο αστέρα του ζεύγους, την ύπαρξη του οποίου προέβλεψε ήδη από το 1844 ο Γερμανός αστρονόμος και μαθηματικός Φρίντριχ… … Dictionary of Greek