-
1 ξηρός
ξηρός (vgl. ξερός, σχερός, χέρσος), trocken, dürr; γαῖα, Eur. Phoen. 1159, u. so oft vom Lande; ξηροῖς ἀκλαύστοις ὄμμασι, Aesch. Spt. 678; κομίζων ξηρὸν ἐκ πόντου πόδα, Eur. Andr. 1260; ἄνεμος, Ar. Nubb. 403 (vgl. Her. 2, 26); übertr., τρόποι, Vesp. 1452; von einem ausgetrockneten Flusse, Her. 5, 45; τὸ ξηρὸν τοῦ ποταμοῠ, eine trockne Stelle im Flusse, Xen. Cyr. 7, 5, 18; ἐξέωσαν εἰς τὸ ξηρὸν τὰς ναῦς, Thuc. 8, 105; Ggstz ὑγρός, Plat. Phaed. 86 b u. öfter; ὕλη αὔη καὶ ξηρά, Legg. VI, 761 c; ξηρότερον, Phil. 25 c; Folgde; ἡ ξηρά, sc. γῆ, das trockne, feste Land, Xen. Oec. 19, 7; N. T. u. a. Sp. – Von der Stimme, rauh, heiser, Sp. – Uebh. leer, nichtig, trocken; πικροὶ καὶ ξηροὶ πρόκυνες heißen die Grammatiker Antiphan. 5 (XI, 322); ἐπὶ ξηροῖς καϑίζειν τινά, aufs Trockne setzen, ihn um alles das Seinige bringen, Theocr. 1, 51; erschöpft, 24, 60.
См. также в других словарях:
ξηρότερον — ξηρός dry adverbial comp ξηρός dry masc acc comp sg ξηρός dry neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύογκος — εὔογκος, ον (Α) 1. αυτός που έχει καλό, αρκετό όγκο, ο ογκώδης 2. φρ. «εὔογκος φωνή» ηχηρή (σε αντιδιαστολή με την ψιλή) φωνή 3. μτφ. βαρύς, σπουδαίος 4. αυτός που έχει σχετικώς μεγάλο όγκο ή έχει διασταλεί σε όγκο («τοιοῡτον γὰρ ἀποτελεῑ τὸ… … Dictionary of Greek