-
1 πρόθυμος
πρόθυμος, ον (cp. προθυμία; Soph., Hdt.+. Freq. of public-spirited pers.) pert. to being eager to be of service, ready, willing, eager, of the spirit (opp. ἡ σὰρξ ἀσθενής) Mt 26:41; Mk 14:38=Pol 7:2. πρ. εἴς τι (Thu. et al.; OGI 221, 61; Hab 1:8) πρόθυμος εἰς ἀγαθοποιί̈αν eager for doing good 1 Cl 34:2 (the formulation πρ. … εἰς, with some term expressive of public service is common in honorary decrees, e.g. IMagnMai 89, 38; IPriene 99, 23; 108, 313 al. τὰ συμφέροντα). πρόθυμον εἶναι w. inf. foll. Hm 12, 5, 1. Gener. willing, eager w. ἱλαρός Hs 9, 2, 4 (cp. IK XXX, 14, 22f).—The subst. neut. τὸ πρόθυμον desire, eagerness (Eur., Med. 178; Thu. 3, 82, 8; Pla., Leg. 9, 859b; Herodian 8, 3, 5; Jos., Ant. 4, 42; 213; 3 Macc 5:26) τὸ κατʼ ἐμὲ πρόθυμον my eagerness (κατά B 7b) Ro 1:15.—M-M. TW. Spicq. -
2 προθυμος
21) желающий, стремящийся(πυθέσθαί τι Her.)
ὧν π. ἦσθ΄ ἀεί Soph. — (священные места), к которым ты всегда стремился2) склонный(εἴς, ἐπὴ и πρός τι Thuc., Arph., Xen., Plat. etc.)
3) (хорошо) расположенный, благосклонный, преданный(τινι и εἴς τινα Xen., Soph.; εἰς τέν πόλιν Lys.)
4) смелый, храбрый(ἀνδρώδης τῇ ψυχῇ καὴ π. Plut.)
5) бодрый(τὸ πνεῦμα NT.)
-
3 πρόθυμος
πρόθῡμος, ον,A ready, willing, eager, π. εἰμι, c. inf., = προθυμέομαι, Hdt.2.3,6.5, al., E.Med. 720, Antipho 5.18 ([comp] Comp.), etc.; π. ἔα πυθέσθαι I was eager to learn, Hdt.2.19;εἶναι ὡς -οτάτοισι συνεξελεῖν Id.1.36
;- ότερος ἐγένου ἐμὲ λαβεῖν Pl.Smp. 220e
: with Art. inserted,τὸ προσταλαιπωρεῖν.. οὐδεὶς π. ἦν Th.2.53
.2 c. gen. objecti, eager for,ὧν π. ἦσθ' ἀεί S.El.3
;χάριν.. ὧν πρόθυμοι γεγενήμεθα Th.3.67
.3 with Preps.,ἐὰν γένῃ π. ἐς τὰ πράγματα Ar.Pl. 209
;παρέσχεν ἑαυτὸν.. -ότατον ἐς τὴν ὀλιγαρχίαν Th.8.68
, cf. 74;προθυμότεροι ἐς τὸ διώκειν X.Cyr.1.4.22
;ἐπί τι Id.HG1.1.34
; πρὸς τὸν πόλεμον ib.1.5.2, cf. Pl. R. 468c, etc.4 abs., Hdt.9.91, E.Ba. 829, Hec. 307, etc.: τὸ πρόθυμον, = προθυμία, Id.Med. 178(lyr.), Pl.Lg. 859b.II bearing goodwill, wishing well, devoted,φύλαξ.. τῇ σῇ π. εἰς ὁδὸν κυναγία S.Aj.37
;π. εἶχ' ὀφθαλμὸν εἰς Ἰάσονα E.Med. 1146
;π. τῇ πόλει X.HG2.3.40
; εἴς τινας ib.6.5.42, Lys.20.31.III Adv.- μως
readily, zealously, actively,Hdt.
1.111, 5.13, etc.; π. υᾶλλον ἢ φίλως with more zeal than kindness, A.Ag. 1591;π. λέγειν Pl.Prt. 327b
;ἐρωτᾶν D.8.38
; ([comp] Sup.);μάχεσθαι X.Ages.2.8
([comp] Sup.);π. ἔχειν πρός τι Pl.Smp. 176c
: [comp] Comp.- ότερον Th.6.80
, X.An.1.4.9, etc.: [comp] Sup.- ότατα Hdt.2.59
, Th.8.68, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόθυμος
-
4 πρόθυμος
-
5 πρόθυμος
πρόθῡμος, πρόθυμοςready: masc /fem nom sg -
6 πρόθυμος
{прил., 3}усердный, готовый, желающий, стремящийся.Ссылки: Мф. 26:41; Мк. 14:38; Рим. 1:15.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πρόθυμος
-
7 πρόθυμος
{прил., 3}усердный, готовый, желающий, стремящийся.Ссылки: Мф. 26:41; Мк. 14:38; Рим. 1:15.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πρόθυμος
-
8 πρόθῡμος
πρό-θῡμος, geneigt, bereitwillig; πρόϑυμος ἦν, er war Willens, hatte vor; dah. mutig; auch wohlwollend, gewogen; eifrig verlangend -
9 πρόθυμος
усердный, готовый, желающий, стремящийся.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πρόθυμος
-
10 πρόθυμος
πρό|θυμος, ον усердный, готовый действовать -
11 πρόθυμος
2 готовый, усердный -
12 πρόθυμος
-ος,-ον + A 0-2-1-0-3=6 1 Chr 28,21; 2 Chr 29,31; Hab 1,8; 2 Mc 4,14; 15,9 -
13 πρόθυμος
[протимос] επ рьяный, делающий что-либо с готовностью, с охотой. -
14 πρόθυμος
1) disposé2) serviable -
15 πρόθυμος
skłonny przym. -
16 πρόθυμος
ochotný -
17 πρόθυμος
1) eager2) willingΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πρόθυμος
-
18 προθυμοτέρα
προθῡμοτέρᾱ, πρόθυμοςready: fem nom /voc /acc comp dualπροθῡμοτέρᾱ, πρόθυμοςready: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic)——————προθῡμοτέρᾱͅ, πρόθυμοςready: fem dat comp sg (attic doric aeolic) -
19 προθυμότερον
προθῡμότερον, πρόθυμοςready: adverbial compπροθῡμότερον, πρόθυμοςready: masc acc comp sgπροθῡμότερον, πρόθυμοςready: neut nom /voc /acc comp sg -
20 προθύμω
προθύ̱μω, πρόθυμοςready: masc /fem /neut nom /voc /acc dualπροθύ̱μω, πρόθυμοςready: masc /fem /neut gen sg (doric aeolic)——————προθύ̱μῳ, πρόθυμοςready: masc /fem /neut dat sg
См. также в других словарях:
πρόθυμος — η, ο / πρόθυμος, ον, ΝΜΑ αυτός που δείχνει καλή διάθεση και ζήλο για μια ενέργεια, αυτός που έχει προθυμία να κάνει κάτι που τού ζητήθηκε ή που πρέπει (α. «είμαι πάντα πρόθυμη να σέ βοηθήσω» β. «οὐκ εἰμὶ πρόθυμος ἐξηγέεσθαι», Ηρόδ.) αρχ. 1. αυτός … Dictionary of Greek
πρόθυμος — πρόθῡμος , πρόθυμος ready masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόθυμος — η, ο αυτός που έχει, δείχνει προθυμία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προθυμότερον — προθῡμότερον , πρόθυμος ready adverbial comp προθῡμότερον , πρόθυμος ready masc acc comp sg προθῡμότερον , πρόθυμος ready neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… … Dictionary of Greek
παρορμώ — (I) παρορμῶ, άω, ΝΜΑ [ορμώ] παρακινώ, προτρέπω, παροξύνω (α. «τόν παρορμά να ασχοληθεί με την πολιτική» β. «λόγοι παρορμῶντες εἰς τὸ ἀγαθόν», Ξεν. γ. «παρορμᾱν εἰς ἀκολασίαν», Πλούτ.) αρχ. 1. έχω πρόθυμη διάθεση, είμαι πρόθυμος 2. παθ. παρορμῶμαι … Dictionary of Greek
προθυμία — η, ΝΜΑ και προθυμιά Ν [πρόθυμος] ευμενής διάθεση, καλή θέληση, στάση που εμπνέεται από ζήλο (α. «όταν τόν είχα ανάγκη μέ βοήθησε με προθυμία» β. «μηδὲν ἀπολείπειν προθυμίας», Πλάτ.) νεοελλ. (στον τ. προθυμιά) (για φυτά) ορμή για βλάστηση αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
προθυμερός — ά, ό, Ν (στον Ερωτόκρ.) αυτός που δείχνει προθυμία, πρόθυμος επίρρ... προθυμερά με προθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόθυμος + κατάλ. ερός (πρβλ. βροχ ερός)] … Dictionary of Greek
προθυμούμαι — έομαι, ΜΑ [πρόθυμος] είμαι πρόθυμος, έτοιμος να κάνω κάτι που πρέπει ή που μού ζητήθηκε («ἐὰν τις ἐν τῇ πόλει προθυμῆται χρηστός εἶναι», Λυσ.) μσν. ενθαρρύνω αρχ. 1. ενεργώ με ζήλο υπέρ κάποιου 2. είμαι εύθυμος, είμαι σε καλή διάθεση … Dictionary of Greek
προθυμώ — άω, Ν [πρόθυμος] (στον Ερωτόκρ.) είμαι πρόθυμος … Dictionary of Greek
υπερπροθυμούμαι — έομαι, ΜΑ (αποθ.) κατέχομαι από σφοδρή επιθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + προθυμοῦμαι «είμαι πρόθυμος, ενεργώ με ζήλο» (< πρόθυμος)] … Dictionary of Greek