Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

πρόθεμα

  • 21 одно...

    (πρόθεμα) με σημ.
    1. ενός• μονό... βλ. λήμματα παρακάτω.
    2. όμοιος, ίδιος: «одноимённый», «однотипный».

    Большой русско-греческий словарь > одно...

  • 22 около...

    πρόθεμα με σημ.: περί, κοντά.

    Большой русско-греческий словарь > около...

  • 23 ото...

    Χρησιμοποιείται αντί του «от...» α) μπροστά από «Й»: отойти, β) μπροστά από δύο ή και περισσότερα σύμφωνα: отобрать, оторвать, γ) μπροστά από σύμφωνο που το ακολουθεί «Ь»: отобью, отолью, отопью.

    Большой русско-греческий словарь > ото...

  • 24 отъ...

    Χρησιμοποιείται αντί του «от...», μπροστά από τα γιωτικά φωνήεντα: «Е», «Ю», «Я»: отъехать, отъявленный.

    Большой русско-греческий словарь > отъ...

  • 25 пере...

    (πρόθεμα)• Χρησιμοποείται για το σχματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. κατεύθυνση της ενέργειας ή κίνησης από το ένα μέρος στο άλλο π.χ. перебежать, передвинуть, пересесть, перейти.
    2. επανάλειψη της ενέργειας εκ νέου ή κατ άλλον τρόπο: переделать, перекроить.
    3. υπέρμετρη ενέργεια, ακόμα και μέχρι άσχημα αποτελέσματα: переварить, передержать, перехвалить, пережечь.
    4. επαύξηση της ενέργειας: перекричать, переспорить.
    5. επέκταση της ενέργειας σε πολλά πρόσωπα ή αντικείμενα και με ένταση: переловить, перестрелять, перемокнуть.
    6. χώρισμα σε δυό ή και περισσότερα μέρη: перегородить, переломить, перепилить.
    7. αλλαγή κατεύθυνσης της ενέργειας: передать, переслать, передоверить.
    8. κάλυψη ορισμένου χρόνου: перезимовать, переночевать, переждать.
    9. μετατροπή, μεταβολή πέρασμα από μιά κατάσταση σε άλλη: пережечь (дрова в уголь) καίω τα ξύλα, ώσπου να γίνουν κάρβουνα.
    10. ενέργεια μικρής διάρκειας ή βραχύχρονης επανάλειψης: передохнуть, перекурить, перекусить.
    11. με την κατάληξη «-ся»: αλληλο... переглядываться, переписываться.

    Большой русско-греческий словарь > пере...

  • 26 по...

    πρόθεμα
    I
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. απόκτηση ιδιότητας ή ποιότητας σε μεγάλο ή μικρό βαθμό: побелеть, повзрослеть, подешеветь, покраснеть κλπ.
    2. περιαγωγή της ενέργειας ως το αποτέλεσμα: побрить, погибнуть, посеять.
    3. ενέργεια εκτελούμενη μια φορά: поблагодарить, поглядеть, попросить κλπ.
    4. ενέργεια περιορισμένης διάρκειας: побегать, поговорить, поработать, посидеть κλπ.
    5. αρχή της ενέργειας: побежать, повеять, погнать.
    6. (μόνο από ρ.δ. με επιθέματα «-ыва-» «-ива-» κ. «-ва-») ενέργεια ακαθόριστης διάρκειας ή επανάλειψης: поглядывать, похаживать, почитывать.
    7. ενέργεια μειωμένης έντασης• μικρής ισχύος, επιφανειακού χαρακτήρα: позолотить, помазать, попудрить.
    8. επέκταση της ενέργειας σε όλα ή μερικά αντικείμενα: попадать, помёрзнуть, попрятать.
    9. βαθμιαία ενέργεια: попривыкнуть, понабросать κλπ.. || σχηματίζει ρ.σ. όπως: подарить, пожелать, познакомиться, понравиться, поцеловаться
    II
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό επιθέτων με σημασία:
    1. κατοπινή της σημασίας της ρίζας του επιθέτου: пореформенный, посмертный.
    2. αντιστοιχία της σημασίας της ρίζας και του προθέματος: посильный, поземельный.
    3. αναφερόμενη για το καθένα από τα αντικείμενα, που υποδείχνει η ρίζα.
    Κατά το σχηματισμό του συγκριτικού βαθμού των επιθέτων και επιρρημάτων μειώνει τη σημασία αυτών: поменьше, помоложе, постарше.
    IV
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό επιθέτων και ουσιαστικών με σημ. εγγύτητας ή κατά μήκος: поволжский, пограничный, побережье, подорожник.
    V
    Σε συνδυασμό με επίθετα σχηματίζει επιρρήματα τροπικά: по-новому, по-прежнему, по-русски, по-гречески.
    VI
    Σε συνδυασμό με κτητικές αντωνυμίες σχηματίζει επιρρήματα με σημασία αντιστιχούσα με τη γνώμη ή επιθυμία (κάποιου)•

    по-моему, по-твоему, по-своему κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > по...

  • 27 подо...

    Χρησιμοποιείται αντί του под... (βλ. λ.)
    α) μπροστά από το «Й»: подойти, β) μπροστά από δυό ή περισσότερα σύμφωνα: подобрать, подогнуть, подорвать, подослать, γ) μπροστά από σύμφωνο κατόπιν του οποίου ακολουθεί «Ь»: подобью, подолью.

    Большой русско-греческий словарь > подо...

  • 28 пра...

    Χρησιμοποείται α) για το σχηματισμό επιθέτων και ουσιαστικών και σημαίνει το αρχέγονο, το πολύ παλαιό, προύπαρξη: прародина, β) ανιόντα ή κατιόντα κλάδο συγγένειας: прадед, прабабушка, прапрадед, правнук, праправнук – προπάππος, προπροπάππος, δισέγγονος, τρισέγγονος.

    Большой русско-греческий словарь > пра...

  • 29 пре...

    I.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει: α) αλλαγή κατάστασης: превратить, преобразовать. β) υπερτατική ενεργεία: превозносить, преисполнить, γ) βλ. пере... (1, 6 σημ.).
    II.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ποιοτικών επιθέτων και επιρρημάτων στον ανώτατο βαθμό: предобрый, премилый, препротивно.

    Большой русско-греческий словарь > пре...

  • 30 предъ...

    Χρησιμοποιείται μπροστά από τα φωνήεντα «Е», «Ю», «Я»: предъявить.

    Большой русско-греческий словарь > предъ...

  • 31 при...

    (πρόθεμα).
    I.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. κίνηση ως το σκοπό• περάτωση, τέρμα: прийти, прибежать, прилететь.
    2. ενέργεια ως ένα καθορισμένο αποτέλεσμα: приготовить, прикончить, приучить.
    3. πλησίαση, άγγιγμα, επαφή: приставить, притронуться.
    4. στερέωση, σύνδεση: привязать, приклеить, пришить.
    5. σφίξιμο, θλίψη• ομαλοποίηση: придавить, прижать, примять.
    6. ενέργεια που επιστρέφει στον ίδιον, προς ίδιον συμφέρον: приписать, прикупить, присчитать.
    8. ατελή ενέργεια•

    приоткрыть, прикрыть, привянуть.

    9. (απλ.) επέκταση της ενέργειας σε όλα τα αντικείμενα και ως εκ τούτου ολοκλήρωση της ενέργειας: приесть (весь хлеб), прирезать (весь скот).
    10. ενέργεια που συνοδεύει μια άλλη ενέργεια: припевать, приплясывать.
    II.
    Σχηματίζει επ. κ. ουσ. με σημασία: πλησίον, κοντά, σιμά, γύρω: прибрежье, прибрежный, приволжский.

    Большой русско-греческий словарь > при...

  • 32 разо...

    πρόθεμα (βλ. раз...).
    Χρησιμοποιείται αντί του «раз...»
    1. μπροστά από το «Й»: разойтись.
    2. μπροστά από δυό ή και περισσότερα σύμφωνα: разобрать, разогнуть, разомкнуть, разорвать, разослать, разожгу.
    3. μπροστά από σύμφωνο, που ακολουθεί «Ь»: разобью, разолью, разопью.

    Большой русско-греческий словарь > разо...

  • 33 разъ...

    πρόθεμα αντί του раз... χρησιμοποείται μπροστά από τα: «Е», «Ю», «Я»;
    βλ. παραδείγματα – λήμματα αμέσως κατωτέρω.

    Большой русско-греческий словарь > разъ...

  • 34 рас...

    Χρησιμοποιείται αντί του «раз...» μπροστά από άηχα σύμφωνα: расколоть, расправить, расшить.

    Большой русско-греческий словарь > рас...

  • 35 ре...

    πρόθεμα με σημασία;
    1. ανανέωση ή επανάλειψη της ενέργειας: ремилитаризация, ревакцинация, ретрансляция.
    2. αντίθετη ενέργεια ή αντίδραση: реэвакуация, реэкспорт.

    Большой русско-греческий словарь > ре...

  • 36 рос...

    Χρησιμοποιείται αντί του «роз...» μπροστά από άηχα σύμφωνα: роспуск, россказни, росчерк.

    Большой русско-греческий словарь > рос...

  • 37 со...

    I.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων αντί του προθέματος «с...» α) μπροστά απο: «И», «Й», «ο», π.χ. соизволить, сойти, сообразить, β) μπροστά από δυο ή περισσότερα σύμφωνα: собрать, согнать, сорвать, составить, соткать, γ) μπροστά από σύμφωνο που το ακολουθεί «Ь»: совью, солью, сошью. δ) σε λέξεις κυρίως από το γραπτό λόγο: содеять, сокрыть, ε) σε διαλεκτικές λέξεις: сожечь, согрубить, содвигать.
    II.
    Χρησιμεύει για το σχηματισμό ουσ. κ. επ. με σημασία: κοινής ενέργειας, συνοδοιπορίας ή αλληλοσύνδεσης: соучастник, совместный, сострадательный.

    Большой русско-греческий словарь > со...

  • 38 супер...

    (πρόθεμα)• υπέρ...

    Большой русско-греческий словарь > супер...

  • 39 съ...

    πρόθεμα αντί του с...
    Γράφεται έτσι όταν βρίσκεται μπροστά από τα γράμματα «Е», «Я» π.χ. съезд, съязвить
    βλ. σε συνέχεια παρακάτω μερικά τέτοια λήμματα.

    Большой русско-греческий словарь > съ...

  • 40 теле...

    (πρόθεμα ελλην.) τηλε...

    Большой русско-греческий словарь > теле...

См. также в других словарях:

  • πρόθεμα, το — και πρόθημα το ατος, γράμμα πριν από το θέμα της λέξης, όπως π.χ. βδέλλα (α)βδέλλα, πλόκαμος (α)πλοκαμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρόθεμα — public notice neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόθεμα — το, ΝΜΑ, πρόθημα Ν [προτίθημι] νεοελλ. φωνήεν που τίθεται στην αρχή ορισμένων λέξεων, χωρίς να σχετίζεται με το θέμα τους, όπως λ.χ. ἀ μείβω, ὄ νομα, ἐ ρετμός στην αρχαία Ελληνική ή α μάχη, α τσίγγανος κ.ά. στη νέα Ελληνική, που αρχίζουν από… …   Dictionary of Greek

  • διαμινο- — πρόθεμα οργανικών ενώσεων που δηλώνει την παρουσία δύο αμινικών μονάδων στο μόριό τους …   Dictionary of Greek

  • μεθοξυ- — πρόθεμα που δηλώνει την ύπαρξη μεθοξυλίου στο μόριο μιας οργανικής ένωσης η οποία ανήκει στην τάξη τών αιθέρων …   Dictionary of Greek

  • ελ — Πρόθεμα αραβικών ονομάτων. Βλ. λ. αλ …   Dictionary of Greek

  • μαστρο- — πρόθεμα σε κύριο όνομα τεχνίτη: Ο καλύτερος τεχνίτης είναι ο μαστρο Νικόλας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προθεμάτων — πρόθεμα public notice neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προθέματα — πρόθεμα public notice neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προθέματος — πρόθεμα public notice neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλέφωνο — Το σύνολο των συσκευών και διατάξεων που απαιτούνται για την πραγματοποίηση μιας τηλεπικοινωνίας, κατά την οποία μεταβιβάζεται η ομιλία. Ένα τηλεφωνικό σύστημα αποτελείται βασικά από ένα μικρόφωνο, από ένα μέσο σύνδεσης, από ένα ακουστικό και από …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»