-
21 одно...
(πρόθεμα) με σημ.1. ενός• μονό... βλ. λήμματα παρακάτω.2. όμοιος, ίδιος: «одноимённый», «однотипный». -
22 около...
πρόθεμα με σημ.: περί, κοντά. -
23 ото...
( πρόθεμα)Χρησιμοποιείται αντί του «от...» α) μπροστά από «Й»: отойти, β) μπροστά από δύο ή και περισσότερα σύμφωνα: отобрать, оторвать, γ) μπροστά από σύμφωνο που το ακολουθεί «Ь»: отобью, отолью, отопью. -
24 отъ...
Χρησιμοποιείται αντί του «от...», μπροστά από τα γιωτικά φωνήεντα: «Е», «Ю», «Я»: отъехать, отъявленный. -
25 пере...
(πρόθεμα)• Χρησιμοποείται για το σχματισμό ρημάτων και σημαίνει:1. κατεύθυνση της ενέργειας ή κίνησης από το ένα μέρος στο άλλο π.χ. перебежать, передвинуть, пересесть, перейти.2. επανάλειψη της ενέργειας εκ νέου ή κατ άλλον τρόπο: переделать, перекроить.3. υπέρμετρη ενέργεια, ακόμα και μέχρι άσχημα αποτελέσματα: переварить, передержать, перехвалить, пережечь.4. επαύξηση της ενέργειας: перекричать, переспорить.5. επέκταση της ενέργειας σε πολλά πρόσωπα ή αντικείμενα και με ένταση: переловить, перестрелять, перемокнуть.6. χώρισμα σε δυό ή και περισσότερα μέρη: перегородить, переломить, перепилить.7. αλλαγή κατεύθυνσης της ενέργειας: передать, переслать, передоверить.8. κάλυψη ορισμένου χρόνου: перезимовать, переночевать, переждать.9. μετατροπή, μεταβολή πέρασμα από μιά κατάσταση σε άλλη: пережечь (дрова в уголь) καίω τα ξύλα, ώσπου να γίνουν κάρβουνα.10. ενέργεια μικρής διάρκειας ή βραχύχρονης επανάλειψης: передохнуть, перекурить, перекусить.11. με την κατάληξη «-ся»: αλληλο... переглядываться, переписываться. -
26 по...
πρόθεμαIΧρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:1. απόκτηση ιδιότητας ή ποιότητας σε μεγάλο ή μικρό βαθμό: побелеть, повзрослеть, подешеветь, покраснеть κλπ.2. περιαγωγή της ενέργειας ως το αποτέλεσμα: побрить, погибнуть, посеять.3. ενέργεια εκτελούμενη μια φορά: поблагодарить, поглядеть, попросить κλπ.4. ενέργεια περιορισμένης διάρκειας: побегать, поговорить, поработать, посидеть κλπ.5. αρχή της ενέργειας: побежать, повеять, погнать.6. (μόνο από ρ.δ. με επιθέματα «-ыва-» «-ива-» κ. «-ва-») ενέργεια ακαθόριστης διάρκειας ή επανάλειψης: поглядывать, похаживать, почитывать.7. ενέργεια μειωμένης έντασης• μικρής ισχύος, επιφανειακού χαρακτήρα: позолотить, помазать, попудрить.8. επέκταση της ενέργειας σε όλα ή μερικά αντικείμενα: попадать, помёрзнуть, попрятать.9. βαθμιαία ενέργεια: попривыкнуть, понабросать κλπ.. || σχηματίζει ρ.σ. όπως: подарить, пожелать, познакомиться, понравиться, поцеловатьсяIIΧρησιμοποιείται για το σχηματισμό επιθέτων με σημασία:1. κατοπινή της σημασίας της ρίζας του επιθέτου: пореформенный, посмертный.2. αντιστοιχία της σημασίας της ρίζας και του προθέματος: посильный, поземельный.3. αναφερόμενη για το καθένα από τα αντικείμενα, που υποδείχνει η ρίζα.Κατά το σχηματισμό του συγκριτικού βαθμού των επιθέτων και επιρρημάτων μειώνει τη σημασία αυτών: поменьше, помоложе, постарше.IVΧρησιμοποιείται για το σχηματισμό επιθέτων και ουσιαστικών με σημ. εγγύτητας ή κατά μήκος: поволжский, пограничный, побережье, подорожник.VΣε συνδυασμό με επίθετα σχηματίζει επιρρήματα τροπικά: по-новому, по-прежнему, по-русски, по-гречески.VIΣε συνδυασμό με κτητικές αντωνυμίες σχηματίζει επιρρήματα με σημασία αντιστιχούσα με τη γνώμη ή επιθυμία (κάποιου)•по-моему, по-твоему, по-своему κ.τ.τ.
-
27 подо...
-
28 пра...
Χρησιμοποείται α) για το σχηματισμό επιθέτων και ουσιαστικών και σημαίνει το αρχέγονο, το πολύ παλαιό, προύπαρξη: прародина, β) ανιόντα ή κατιόντα κλάδο συγγένειας: прадед, прабабушка, прапрадед, правнук, праправнук – προπάππος, προπροπάππος, δισέγγονος, τρισέγγονος. -
29 пре...
( πρόθεμα)I.Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει: α) αλλαγή κατάστασης: превратить, преобразовать. β) υπερτατική ενεργεία: превозносить, преисполнить, γ) βλ. пере... (1, 6 σημ.).II.Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ποιοτικών επιθέτων και επιρρημάτων στον ανώτατο βαθμό: предобрый, премилый, препротивно. -
30 предъ...
-
31 при...
(πρόθεμα).I.Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:1. κίνηση ως το σκοπό• περάτωση, τέρμα: прийти, прибежать, прилететь.2. ενέργεια ως ένα καθορισμένο αποτέλεσμα: приготовить, прикончить, приучить.3. πλησίαση, άγγιγμα, επαφή: приставить, притронуться.4. στερέωση, σύνδεση: привязать, приклеить, пришить.5. σφίξιμο, θλίψη• ομαλοποίηση: придавить, прижать, примять.6. ενέργεια που επιστρέφει στον ίδιον, προς ίδιον συμφέρον: приписать, прикупить, присчитать.8. ατελή ενέργεια•приоткрыть, прикрыть, привянуть.
9. (απλ.) επέκταση της ενέργειας σε όλα τα αντικείμενα και ως εκ τούτου ολοκλήρωση της ενέργειας: приесть (весь хлеб), прирезать (весь скот).10. ενέργεια που συνοδεύει μια άλλη ενέργεια: припевать, приплясывать.II.Σχηματίζει επ. κ. ουσ. με σημασία: πλησίον, κοντά, σιμά, γύρω: прибрежье, прибрежный, приволжский. -
32 разо...
πρόθεμα (βλ. раз...).Χρησιμοποιείται αντί του «раз...»1. μπροστά από το «Й»: разойтись.2. μπροστά από δυό ή και περισσότερα σύμφωνα: разобрать, разогнуть, разомкнуть, разорвать, разослать, разожгу.3. μπροστά από σύμφωνο, που ακολουθεί «Ь»: разобью, разолью, разопью. -
33 разъ...
βλ. παραδείγματα – λήμματα αμέσως κατωτέρω. -
34 рас...
Χρησιμοποιείται αντί του «раз...» μπροστά από άηχα σύμφωνα: расколоть, расправить, расшить. -
35 ре...
πρόθεμα με σημασία;1. ανανέωση ή επανάλειψη της ενέργειας: ремилитаризация, ревакцинация, ретрансляция.2. αντίθετη ενέργεια ή αντίδραση: реэвакуация, реэкспорт. -
36 рос...
Χρησιμοποιείται αντί του «роз...» μπροστά από άηχα σύμφωνα: роспуск, россказни, росчерк. -
37 со...
I.Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων αντί του προθέματος «с...» α) μπροστά απο: «И», «Й», «ο», π.χ. соизволить, сойти, сообразить, β) μπροστά από δυο ή περισσότερα σύμφωνα: собрать, согнать, сорвать, составить, соткать, γ) μπροστά από σύμφωνο που το ακολουθεί «Ь»: совью, солью, сошью. δ) σε λέξεις κυρίως από το γραπτό λόγο: содеять, сокрыть, ε) σε διαλεκτικές λέξεις: сожечь, согрубить, содвигать.II.Χρησιμεύει για το σχηματισμό ουσ. κ. επ. με σημασία: κοινής ενέργειας, συνοδοιπορίας ή αλληλοσύνδεσης: соучастник, совместный, сострадательный. -
38 супер...
(πρόθεμα)• υπέρ... -
39 съ...
Γράφεται έτσι όταν βρίσκεται μπροστά από τα γράμματα «Е», «Я» π.χ. съезд, съязвитьβλ. σε συνέχεια παρακάτω μερικά τέτοια λήμματα. -
40 теле...
(πρόθεμα ελλην.) τηλε...
См. также в других словарях:
πρόθεμα, το — και πρόθημα το ατος, γράμμα πριν από το θέμα της λέξης, όπως π.χ. βδέλλα (α)βδέλλα, πλόκαμος (α)πλοκαμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρόθεμα — public notice neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόθεμα — το, ΝΜΑ, πρόθημα Ν [προτίθημι] νεοελλ. φωνήεν που τίθεται στην αρχή ορισμένων λέξεων, χωρίς να σχετίζεται με το θέμα τους, όπως λ.χ. ἀ μείβω, ὄ νομα, ἐ ρετμός στην αρχαία Ελληνική ή α μάχη, α τσίγγανος κ.ά. στη νέα Ελληνική, που αρχίζουν από… … Dictionary of Greek
διαμινο- — πρόθεμα οργανικών ενώσεων που δηλώνει την παρουσία δύο αμινικών μονάδων στο μόριό τους … Dictionary of Greek
μεθοξυ- — πρόθεμα που δηλώνει την ύπαρξη μεθοξυλίου στο μόριο μιας οργανικής ένωσης η οποία ανήκει στην τάξη τών αιθέρων … Dictionary of Greek
ελ — Πρόθεμα αραβικών ονομάτων. Βλ. λ. αλ … Dictionary of Greek
μαστρο- — πρόθεμα σε κύριο όνομα τεχνίτη: Ο καλύτερος τεχνίτης είναι ο μαστρο Νικόλας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προθεμάτων — πρόθεμα public notice neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθέματα — πρόθεμα public notice neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθέματος — πρόθεμα public notice neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλέφωνο — Το σύνολο των συσκευών και διατάξεων που απαιτούνται για την πραγματοποίηση μιας τηλεπικοινωνίας, κατά την οποία μεταβιβάζεται η ομιλία. Ένα τηλεφωνικό σύστημα αποτελείται βασικά από ένα μικρόφωνο, από ένα μέσο σύνδεσης, από ένα ακουστικό και από … Dictionary of Greek