Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

πρόθεμα

  • 41 у...

    1.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. κατεύθυνση της ενέργειας, κίνησης από κάτι• απομάκρυνση, εξάλειψη, εξαφάνιση: убежать, увести, улететь, ускакать, утечь.
    2. αφαίρεση μέρους, μείωση ποσότητας από κάτι: урвать, усчь, усчитать, ушить.
    3. ολοκλήρωση της ενέργειας: α) κάλυψη με την ενέργεια όλο το αντικείμενο• επέκταση της ενέργειας σε όλο το αντικείμενο: убелить, умазаться, устлать, ушить. β) φτάσιμο, κατάληξη της ενέργειας ως το απαιτούμενο αποτέλεσμα, ως την πλήρη ικανοποίηση: убаюкать, уговорить,умучить, упариться, упечься, упиться, γ) ολοκλήρωση της ενέργειας παρά τις αντιδράσεις, με υπερνίκηση δυσκολιών, εμποδίων: улежать, усидеть, уберечь, δ) σταθερότητα, μονιμότητα της ενέργειας: угнездиться, усесться, увлечься.
    4. τοποθέτηση του όλου μέσα σε κάποια όρια, διαστάσεις: упечатать(ся), уписать(ся), утискать.
    5. απόκτηση νέας ποιότητας, ως συνέπεια έντονης ενέργειας, προσπαθειών: удорожить, укрепить(ся)• умертвить, усмирить(ся).
    II.
    Σχηματίζει ρήματα στιγμιαία (ρ.σ.) σε μερικές περιπτώσεις: ужалить, украсть.

    Большой русско-греческий словарь > у...

  • 42 из...

    (κ. изо..., изъ..., ис...) πρόθεμα.
    I.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. κατεύθυνση της ενέργειας ή της κίνησης από μέσα προς τα έξω από τα όρια ενός μέρους αφαίρεση, εξαγωγή από κάτι (αντιστοιχεί με το πρόθεμα «вы...»).
    2. επέκταση της ενέργειας σε όλο,το αντικείμενο, προς όλες τις κατευθύνσεις.
    3. φορά της ενέργειας ως το ανώτατο όριο, ολοκλήρωση της ενέργειας.
    4. πλήρη κατανάλωση του αντικειμένου στο οποίο μεταβαίνει η ενέργεια.
    5. (με το μόριο -ся) απόκτηση κάποιας ποιότητας,ιδιότητας σαν συνέπεια της συνεχούς επανάληψης μιας ενέργειας ή και αντίθεται απώλεια κάποιας ιδιότητας, ικανότητας.
    II.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό επιρρημάτων από επίθετα και σημαίνει ύπαρξη κάποιας απόχρωσης ενός χρώματος.

    Большой русско-греческий словарь > из...

  • 43 над...

    (надо... κ. надъ...)• πρόθεμα.
    I.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. επαύξηση• επιπρόσθεση, συμπλήρωση π.χ. надвязать, надклеить, надрисовать κλπ., αντιστοιχεί με το ελληνικό πρόθεμα «επι...»: επιδένω, επικολλώ κλπ.
    2. λειψή ενέργεια ή επέκταση της ενέργειας όχι σε όλο το αντικείμενο, αλλά στην επιφάνεια του π.χ. надкусить, надломить κλπ.
    II.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ουσ. και επ. παραπάνω από κάτι• πάνω σε κάτι (επι...): надбровье, надземный κλπ.

    Большой русско-греческий словарь > над...

  • 44 роз...

    κ. рос πρόθεμα
    βλ. раз... στις περιπτώσεις που ο τόνος πέφτει στο πρόθεμα.

    Большой русско-греческий словарь > роз...

  • 45 само...

    само... 1
    πρόθεμα που αντιστοιχεί με το δικό μας: αυτό... самоанализ, самоуправление, самоход κλπ.
    само... 2
    πρόθεμα που σχηματίζει υπερθετικό β. επιθέτων• αντστοχεί με το δικό μας: υπέρ..., όπιο... самоважнейший, самомалейший

    Большой русско-греческий словарь > само...

  • 46 префикс

    грам. το πρόθημα, (приставка «а» в иноязычных словах) το πρόθεμα (π.χ. άκακος, άσκοπος)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > префикс

  • 47 приставка

    1. (то, что приставляется, приделывается дополнительно к чему-л.) η προσθήκη, ο προσαρμογέας, το πρόθεμα 2. грам. см. префикс.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приставка

  • 48 тера

    (десятичная кратная приставка, означающая ΙΟ12) το (πρόθεμα) τέρα, τα ΙΟ12 μιας αρχικής μονάδας.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тера

  • 49 префикс

    префикс
    м грам. τό πρόθεμα, τό πρό-θημα.

    Русско-новогреческий словарь > префикс

  • 50 приставка

    приставка
    ж грам. τό πρόθεμα, τό πρόθημα.

    Русско-новогреческий словарь > приставка

  • 51 в

    [βε] πρόθεμα σε, εις, στον, στην, στο, εν

    Русско-греческий новый словарь > в

  • 52 за

    [ζα] πρόθεμα πίσω, πέρα, από

    Русско-греческий новый словарь > за

  • 53 приставка

    [πριστάφκα] ουσ. θ. (γραμ.) πρόθεμα

    Русско-греческий новый словарь > приставка

  • 54 в

    [βε] πρόθεμα σε, εις, στον, στην, στο, εν

    Русско-эллинский словарь > в

  • 55 за

    [ζα] πρόθεμα πίσω, πέρα, από

    Русско-эллинский словарь > за

  • 56 приставка

    [πριστάφκα] ουσ θ (γραμ) πρόθεμα

    Русско-эллинский словарь > приставка

  • 57 а...

    (και μπροστά από φωνήεντα «ан») πρόθεμα από το ελλην. στερητικό μόριο α και αν.

    Большой русско-греческий словарь > а...

  • 58 без...

    без..., безъ..., бес...
    πρόθεμα που σχηματίζει:
    1. επίθετα από ουσιαστικά με στερητική σημασία: безногий, безработный.
    2. ουσιαστικά με κατάληξη «-ие» και «-ье» με σήμ.: α) ανυπαρξίας: «безначалие», «безветрие»; β) με κατάληξη «-ица» και σημ. ανεπάρκειας: «безголосица», «безвкусница».

    Большой русско-греческий словарь > без...

  • 59 бес...

    без..., безъ..., бес...
    πρόθεμα που σχηματίζει:
    1. επίθετα από ουσιαστικά με στερητική σημασία: безногий, безработный.
    2. ουσιαστικά με κατάληξη «-ие» και «-ье» με σήμ.: α) ανυπαρξίας: «безначалие», «безветрие»; β) με κατάληξη «-ица» και σημ. ανεπάρκειας: «безголосица», «безвкусница».

    Большой русско-греческий словарь > бес...

  • 60 в...

    во..., въ..., πρόθεμα που σημαίνει:
    1. κατεύθυνση ενέργειας, κίνησης προς τα μέσα: вбежать, влететь, вбить, вдуть.
    2. κατεύθυνση της ενέργειας μέσα στο ενεργόν υποκείμενο•

    вдохнуть, впитать, всосать.

    3. κατεύθυνση της ενέργειας, κίνησης μέσα και επί•

    он вбежал на лестницу αυτός έτρεξε μεσα στη σνιάλα.

    4. με το•

    цорю ся στο τέλος των ρ. σημαίνει, εισχώρηση, διείσδυση, βύθισμα σε μεγάλο βαθμό: вдуматься, всмотреться, втянуться.

    Большой русско-греческий словарь > в...

См. также в других словарях:

  • πρόθεμα, το — και πρόθημα το ατος, γράμμα πριν από το θέμα της λέξης, όπως π.χ. βδέλλα (α)βδέλλα, πλόκαμος (α)πλοκαμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρόθεμα — public notice neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόθεμα — το, ΝΜΑ, πρόθημα Ν [προτίθημι] νεοελλ. φωνήεν που τίθεται στην αρχή ορισμένων λέξεων, χωρίς να σχετίζεται με το θέμα τους, όπως λ.χ. ἀ μείβω, ὄ νομα, ἐ ρετμός στην αρχαία Ελληνική ή α μάχη, α τσίγγανος κ.ά. στη νέα Ελληνική, που αρχίζουν από… …   Dictionary of Greek

  • διαμινο- — πρόθεμα οργανικών ενώσεων που δηλώνει την παρουσία δύο αμινικών μονάδων στο μόριό τους …   Dictionary of Greek

  • μεθοξυ- — πρόθεμα που δηλώνει την ύπαρξη μεθοξυλίου στο μόριο μιας οργανικής ένωσης η οποία ανήκει στην τάξη τών αιθέρων …   Dictionary of Greek

  • ελ — Πρόθεμα αραβικών ονομάτων. Βλ. λ. αλ …   Dictionary of Greek

  • μαστρο- — πρόθεμα σε κύριο όνομα τεχνίτη: Ο καλύτερος τεχνίτης είναι ο μαστρο Νικόλας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προθεμάτων — πρόθεμα public notice neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προθέματα — πρόθεμα public notice neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προθέματος — πρόθεμα public notice neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλέφωνο — Το σύνολο των συσκευών και διατάξεων που απαιτούνται για την πραγματοποίηση μιας τηλεπικοινωνίας, κατά την οποία μεταβιβάζεται η ομιλία. Ένα τηλεφωνικό σύστημα αποτελείται βασικά από ένα μικρόφωνο, από ένα μέσο σύνδεσης, από ένα ακουστικό και από …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»