-
1 πρόδομος
πρό-δομος, ὁ, Vorhaus, Vorsaal, das Zimmer des Hauses, in welches man, von dem Hofe kommend, zuerst eintritt; ἐν προδόμῳ δόμου αὐτόϑι κοιμήσαντο, als Ort zum Schlafen, wie die Halle benutzt-------------------------------- -
2 παρα-στάς
παρα-στάς, άδος, ἡ, eigtl. alles Danebenstehende, Daranstehende, bes. Pfosten, Pfeiler, Säule, Cratin. bei Poll. 7, 122; – αἱ παραστάδες, der Säulengang, der Eingang des Hauses, Vorhalle, = πρόδομος, Eur. Phoen. 426 I. T. 1159 Andr. 1121; Xen. Hier. 1 l, 2; ἡ τοῠ βαλανείου π., S. Emp. pyrrh. 1, 110. 2, 56.
-
3 παστάς
παστάς, άδος, ἡ, die Vorhalle vor dem Hause, Her. 2, 148. 169, wofür bei Hom. αἴϑο υσα steht; späterhin, wie στοά, Säulenhalle, Säulengang, bes. vor Tempeln, porticus, Xen. Hier. 11, 2 Mem. 3, 8, 9; Plut. Galb. 25 u. öfter; D. Hal. 4, 44 u. a. Sp.; auch die basilica der Römer, D. Hal. 3, 21. – Der zunächst an die Vorhalle stoßende Theil des Hauses, Vorsaal, bei Hom. πρόδομος, Agath. 31 (VI, 172); Ep. ad. 11 (XII, 91). – Uebh. wie ϑάλαμος, ein inneres Gemach, bes. Braut-, Schlafgemach, Eur. Or. 1371; Theocr. 24, 46; ἀκτέριστος, vom Grabmal, Soph. Ant. 1207. – Die Alten leiteten es ab von πάσασϑαι, πατέομαι, also eigtl. Speisehalle, oder von πάσσω = ποικίλλω (vgl. παστός), noch Andere erklären es als zsgz. aus παραστάς, παρστάς.
См. также в других словарях:
πρόδομος — 1 chamber entered immediately from the fore court masc nom sg πρόδομος 2 before the house masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόδομος — Χώρος στα σπίτια των αρχαίων, η πρώτη αίθουσα στην οποία έμπαινε ο επισκέπτης που ερχόταν από την αυλή. Oνομάζεται και προθάλαμος. Π. είχαν συνήθως τα σπίτια των Αθηναίων και Ρωμαίων που ήταν εύποροι. Ο π. αντιστοιχεί προς τον σύγχρονο διάδρομο,… … Dictionary of Greek
πρόδομος — ο 1. διάδρομος σπιτιού, χολ, προθάλαμος. 2. ιατρικός όρος για μέρη διάφορων οργάνων του σώματος: Πρόδομος κολεού. – Πρόδομος λάρυγγα. – Πρόδομος πυλωρού κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προδόμους — πρόδομος 1 chamber entered immediately from the fore court masc acc pl πρόδομος 2 before the house masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόδομοι — πρόδομος 1 chamber entered immediately from the fore court masc nom/voc pl πρόδομος 2 before the house masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ПРОДОМОС — • Πρόδομος, см. Templum, Храм, 5 … Реальный словарь классических древностей
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
πρόδομον — chamber entered immediately from the fore court neut nom/voc/acc sg πρόδομος 1 chamber entered immediately from the fore court masc acc sg πρόδομος 2 before the house masc/fem acc sg πρόδομος 2 before the house neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДОМ — • Domus. I. Греческий дом. Весьма трудно представить устройство греческого дома за неимением остатков древнегреческих жилищ и по причине отрывочности, запутанности и неполноты сохранившегося о нем предания (полнее всех известия,… … Реальный словарь классических древностей