Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πρόδομος

См. также в других словарях:

  • πρόδομος — 1 chamber entered immediately from the fore court masc nom sg πρόδομος 2 before the house masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόδομος — Χώρος στα σπίτια των αρχαίων, η πρώτη αίθουσα στην οποία έμπαινε ο επισκέπτης που ερχόταν από την αυλή. Oνομάζεται και προθάλαμος. Π. είχαν συνήθως τα σπίτια των Αθηναίων και Ρωμαίων που ήταν εύποροι. Ο π. αντιστοιχεί προς τον σύγχρονο διάδρομο,… …   Dictionary of Greek

  • πρόδομος — ο 1. διάδρομος σπιτιού, χολ, προθάλαμος. 2. ιατρικός όρος για μέρη διάφορων οργάνων του σώματος: Πρόδομος κολεού. – Πρόδομος λάρυγγα. – Πρόδομος πυλωρού κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προδόμους — πρόδομος 1 chamber entered immediately from the fore court masc acc pl πρόδομος 2 before the house masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόδομοι — πρόδομος 1 chamber entered immediately from the fore court masc nom/voc pl πρόδομος 2 before the house masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ПРОДОМОС —    • Πρόδομος,          см. Templum, Храм, 5 …   Реальный словарь классических древностей

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • πρόδομον — chamber entered immediately from the fore court neut nom/voc/acc sg πρόδομος 1 chamber entered immediately from the fore court masc acc sg πρόδομος 2 before the house masc/fem acc sg πρόδομος 2 before the house neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ДОМ —    • Domus.     I. Греческий дом.          Весьма трудно представить устройство греческого дома за неимением остатков древнегреческих жилищ и по причине отрывочности, запутанности и неполноты сохранившегося о нем предания (полнее всех известия,… …   Реальный словарь классических древностей

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»