Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀκτέριστος

См. также в других словарях:

  • ακτέριστος — ἀκτέριστος, ον (Α) [κτερίζω] αυτός που δεν κηδεύτηκε με τιμές αυτός που έμεινε άταφος …   Dictionary of Greek

  • ἀκτέριστος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκτέριστον — ἀκτέριστος masc/fem acc sg ἀκτέριστος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκτέριστοι — ἀκτέριστος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκτερέιστον — ἀκτερέϊστον , ἀκτέριστος masc/fem acc sg ἀκτερέϊστον , ἀκτέριστος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακτερέιστος — ἀκτερέιστος, ον (Α) [κτερεΐζω] ο ακτέριστος …   Dictionary of Greek

  • ακτερής — ἀκτερής ( οῡς), ές (Α) ο ακτέριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κτερής < κτέρας «κτήμα, δώρο»] …   Dictionary of Greek

  • παστάδα — η / παστός, άδος, ΝΑ κοιτώνας, ιδίως ο νυφικός θάλαμος αρχ. 1. χώρος με κίονες που βρισκόταν μπροστά από το σπίτι 2. στοά με κίονες («τοῡ μὲν χειμῶνος ὁ ἥλιος εἰς τὰς παστάδας ὑπολάμπει», Ξεν.) 3. η ρωμαϊκή βασιλική στοά 4. το μέρος τού σπιτιού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»