-
1 πρωτο-σπόρος
πρωτο-σπόρος, zuerst säend, zeugend, u. mit verändertem Ton, πρωτόσπορος, zuerst gesäet, gezeugt; ἀρχή, Luc. amor. 32, wie Coluth. 62; Ἥρη, Nonn. D. 9, 142; Christus, ϑεοῠ φωνή, Claudian. (I, 19).
-
2 πρωτοσπόρος
πρωτο-σπόρος, ον,II proparox. πρωτόσπορος, ον, [voice] Pass., first sown or generated, Theodect.18, Nonn.D.9.142, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρωτοσπόρος
-
3 πρωτοσπόρος
πρωτο-σπόρος, zuerst säend, zeugend -
4 πρωτοσπορος
I.2вначале рожденный, первозданный(ἀρχή Luc.)
II.2впервые созидающий, творящий(θεοῦ φωνή Anth.)
-
5 семя
семени, πλθ. семена, семян, семенам ουδ.1. σπόρος, σπυρί•растение дало -на το φυτό έδοσε σπόρους•
сеять -на σπέρνω σπόρους•
всхожесть семян φύτρωμα των σπόρων.
2. αρχή, αφετηρία, πρώτο ξεκίνημα•сеять -на раздора σπέρνω ζιζάνια, διχόνοια, γκρίνια.
3. (φυσιολ.) το σπέρμα.4. γενεά, γενιά•семя Авраамово η γενιά του Αβραάμ.
См. также в других словарях:
σπόρος ή σπέρμα — Σπερμοβλάστη που μετασχηματίστηκε και αναπτύχθηκε μετά τη γονιμοποίηση και η οποία περιέχει τουλάχιστον το έμβρυο· είναι το τυπικό όργανο πολλαπλασιασμού των ανθόφυτων ή καλύτερα των σπερματόφυτων (= φυτά με σπέρματα). Στα γυμνόσπερμα και στα… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Τολστόι — Επώνυμο Ρώσων συγγραφέων, καλλιτεχνών και κοινωνικών παραγόντων, που είχαν τον τίτλο του κόμη. 1. Αλεξέι Κονσταντίνοβιτς (Πετρούπολη 1817 – Κράνσι Ρογκ, Τσερνίγκοφ 1875). Ποιητής, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας). Από αριστοκρατική οικογένεια … Dictionary of Greek
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek
χριστιανισμός — Θρησκεία που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό, της οποίας οι δογματικές και ηθικές αρχές θεμελιώνονται στο πρόσωπο και στη διδασκαλία του ιδρυτή της –όπως αυτή παραδίδεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης– καθώς και στην ιερή παράδοση της Εκκλησίας. Ο … Dictionary of Greek
Έβρου, νομός — Νομός (4.242 τ. χλμ., 149.354 κάτ.) της περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, το βορειοανατολικό άκρο της ελληνικής επικράτειας. Συνορεύει Β με τη Βουλγαρία, ΒΑ και Α με την Τουρκία (Ανατολική Θράκη) με φυσικό όριο τον ποταμό Έβρο, Ν… … Dictionary of Greek
Ζιντ, Αντρέ — (André Gide, Παρίσι 1869 – 1951). Γάλλος συγγραφέας. Έλαβε τη βασική μόρφωση από το καλλιεργημένο οικογενειακό του περιβάλλον (ήταν θείος του ο οικονομολόγος Σαρλ Ζιντ, βλ. λ.). Ο λόγος ήταν ότι αναγκαζόταν συχνά να εγκαταλείπει το σχολείο,… … Dictionary of Greek