-
1 πρωτοσπόρος
πρωτοσπόροςsowing: masc /fem nom sg -
2 πρωτόσπορος
πρωτόσπορος, zuerst gesäet, gezeugt; Christus, ϑεοῠ φωνή -
3 πρωτοσπορος
I.2вначале рожденный, первозданный(ἀρχή Luc.)
II.2впервые созидающий, творящий(θεοῦ φωνή Anth.)
-
4 πρωτοσπόρος
πρωτο-σπόρος, ον,II proparox. πρωτόσπορος, ον, [voice] Pass., first sown or generated, Theodect.18, Nonn.D.9.142, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρωτοσπόρος
-
5 πρωτοσπόρος
πρωτο-σπόρος, zuerst säend, zeugend -
6 πρωτοσπόρε
πρωτοσπόροςsowing: masc /fem voc sg -
7 πρωτοσπόρου
πρωτοσπόροςsowing: masc /fem /neut gen sg -
8 πρωτοσπόρων
πρωτοσπόροςsowing: masc /fem /neut gen pl -
9 πρωτο-σπόρος
πρωτο-σπόρος, zuerst säend, zeugend, u. mit verändertem Ton, πρωτόσπορος, zuerst gesäet, gezeugt; ἀρχή, Luc. amor. 32, wie Coluth. 62; Ἥρη, Nonn. D. 9, 142; Christus, ϑεοῠ φωνή, Claudian. (I, 19).
-
10 πρωτοσπόρω
-
11 πρωτοσπόρῳ
См. также в других словарях:
πρωτοσπόρος — sowing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοσπόρος — ον, Α αυτός που σπέρνει ή γεννά ή γονιμοποιεί πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + σπόρος (< σπόρος < σπείρω). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.] … Dictionary of Greek
πρωτόσπορος — ον, ΜΑ αυτός που σπάρθηκε ή γονιμοποιήθηκε πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + σπόρος (< σπόρος < σπείρω). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.] … Dictionary of Greek
πρωτοσπόρε — πρωτοσπόρος sowing masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοσπόρου — πρωτοσπόρος sowing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοσπόρων — πρωτοσπόρος sowing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοσπόρῳ — πρωτοσπόρος sowing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)