Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πρωτόσπορος

См. также в других словарях:

  • πρωτοσπόρος — sowing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοσπόρος — ον, Α αυτός που σπέρνει ή γεννά ή γονιμοποιεί πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + σπόρος (< σπόρος < σπείρω). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.] …   Dictionary of Greek

  • πρωτόσπορος — ον, ΜΑ αυτός που σπάρθηκε ή γονιμοποιήθηκε πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + σπόρος (< σπόρος < σπείρω). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.] …   Dictionary of Greek

  • πρωτοσπόρε — πρωτοσπόρος sowing masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοσπόρου — πρωτοσπόρος sowing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοσπόρων — πρωτοσπόρος sowing masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοσπόρῳ — πρωτοσπόρος sowing masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»