-
1 πρωτό-θροος
πρωτό-θροος, att. zsgzgn πρωτόϑρους, zuerst tönend, sprechend, auch pass., zuerst gesprochen, Nonn.
-
2 πρωτόθροος
πρωτό-θροος, zuerst tönend, sprechend, auch pass., zuerst gesprochen
См. также в других словарях:
άμα — (Α ἅμα) Ι. (ως επίρρημα) (παροιμιώδης φράση) «ἅμ’ ἔπος ἅμ’ ἔργον», πάραυτα, αμέσως, παρευθύς, στη στιγμή και νεώτ. «εν τω άμα» και «ἐν τῷ ἅμα καὶ τό θάμα» αρχ. (κυρίως με άμεση αναφορά σε χρόνο) 1. αμέσως, συγχρόνως 2. με την ίδια σημασία… … Dictionary of Greek