-
1 πρωτό-θροος
πρωτό-θροος, att. zsgzgn πρωτόϑρους, zuerst tönend, sprechend, auch pass., zuerst gesprochen, Nonn.
См. также в других словарях:
πρωτόθρους — ουν, και πρωτόθροος, οον, Μ αυτός που μίλησε για κάτι πρώτος, προφητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + θροος / θρους (< θροῦς < θρέομαι «κραυγάζω, βγάζω φωνή»), πρβλ. πολύ θρους] … Dictionary of Greek