-
1 πρωτόγονος
πρωτόγονοςfirst-born: masc /fem nom sg -
2 πρωτόγονος
πρωτόγονος, -ον1 first created ταύτᾳ δ' ἐν πρωτογόνῳ τελετᾷ παρέσταν μὲν ἄρα Μοῖραι σχεδόν (ἐν δὴ ταύτῃ τῇ πρώτῃ καταβολῇ τῶν Ὀλυμπίων καὶ πρώτῃ τελουμένῃ ἑορτῇ Σ.) O. 10.51 -
3 πρωτόγονος
-ος,-ον A 0-0-1-0-1=2 Mi 7,1; Sir 36,11firstborn; πρωτόγονος firstborn (as subst.) Sir 36,11; τὰ πρωτόγονα first fruits Mi 7,1; see πρωτογενής, πρωτότοκος -
4 πρωτόγονος
A first-born, firstling, ἄρνες, ἔριφοι, Il.4.102, Hes.Op. 543; φοῖνιξ π. first-born, first-created, E.Hec. 458 (lyr.); τὰ π. LXXMi.7.1; of the tissues,= ὁμοιομερῆ, Pl. ap.Gal.4.773; of a child,π. θάλος E.IT 209
(lyr.);π. τῶν τέκνων IGRom.4.539
([place name] Cotiaeum); π. λόγος, υἱός, Ph.1.427, 308;ὄρχησις Luc. Salt.7
; of the τριάς (= 1+2), Adam.Vent.46.3 epith. of gods, Dam.Pr. 123 bis; so Πρωτογόνη, ἡ, name of Persephone, Paus. l.c.II parox. πρωτογόνος, ἡ, bringing forth first, implied by Poll.4.208.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρωτόγονος
-
5 πρωτόγονος
πρωτό - γονος: first - born, ἄρνες, ‘firstlings.’ (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πρωτόγονος
-
6 πρωτόγονος
1) primitive2) pristineΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πρωτόγονος
-
7 πρωτογόνους
πρωτόγονοςfirst-born: masc /fem acc pl -
8 πρωτόγονε
πρωτόγονοςfirst-born: masc /fem voc sg -
9 πρωτόγονοι
πρωτόγονοςfirst-born: masc /fem nom /voc pl -
10 πρωτόγον'
πρωτόγονα, πρωτόγονονneut nom /voc /acc plπρωτόγονα, πρωτόγονοςfirst-born: neut nom /voc /acc plπρωτόγονε, πρωτόγονοςfirst-born: masc /fem voc sg -
11 πρωτόγονον
πρωτόγονονneut nom /voc /acc sgπρωτόγονοςfirst-born: masc /fem acc sgπρωτόγονοςfirst-born: neut nom /voc /acc sg -
12 πρωτογόνοιο
πρωτόγονονneut gen sg (epic)πρωτόγονοςfirst-born: masc /fem /neut gen sg (epic) -
13 πρωτογόνοις
πρωτόγονονneut dat plπρωτόγονοςfirst-born: masc /fem /neut dat pl -
14 πρωτογόνοισιν
πρωτόγονονneut dat pl (epic ionic aeolic)πρωτόγονοςfirst-born: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
15 πρωτογόνου
πρωτόγονονneut gen sgπρωτόγονοςfirst-born: masc /fem /neut gen sg -
16 πρωτογόνω
-
17 πρωτογόνῳ
-
18 πρωτογόνωι
πρωτογόνῳ, πρωτόγονονneut dat sgπρωτογόνῳ, πρωτόγονοςfirst-born: masc /fem /neut dat sg -
19 πρωτογόνων
πρωτόγονονneut gen plπρωτόγονοςfirst-born: masc /fem /neut gen pl -
20 πρωτόγονα
πρωτόγονονneut nom /voc /acc plπρωτόγονοςfirst-born: neut nom /voc /acc pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πρωτόγονος — first born masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτογόνος — η, ον, θηλ, και ος, Α 1. (το θηλ ως κύριο όν.) Πρωτογόνη ονομασία τής Περσεφόνης 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πρωτογόνος αυτή που γεννάει για πρώτη φορά, πρωτόγεννη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. παντο γόνος. Η… … Dictionary of Greek
πρωτόγονος — η, ο / πρωτόγονος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που υπήρξε στην αρχή, ο αρχέγονος (α. «ευρήματα πρωτόγονων πολιτισμών» β. «κοινωνία καὶ ἁρμονία τῆς πρωτογόνου ὀρχήσεως δείγματά ἐστι», Λουκιαν.) 2. το ουδ. ως ουσ. το πρωτόγονο(ν), το φυτό… … Dictionary of Greek
πρωτόγονος — η, ο 1. αυτός που υπήρξε στην αρχή, που υπήρξε από τους πρώτους, ο αρχέγονος: Πρωτόγονοι άνθρωποι. 2. αυτός που βρίσκεται σε άγρια κατάσταση, ο απολίτιστος: Πρωτόγονα ήθη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βέδα — Πρωτόγονος λαός, περιορισμένος τώρα στο ανατολικό τμήμα της Σρι Λάνκα μεταξύ της ανατολικής πλευράς του κεντρικού ορεινού όγκου του νησιού και της θάλασσας. Ο αριθμός των Β. δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένος, δεδομένου ότι αποφεύγουν κάθε επαφή με… … Dictionary of Greek
Ιγκορότ — Πρωτόγονος λαός των Φιλιππίνων, ιδιαίτερα διαδεδομένος στη νήσο Λουσόν. Το όνομά τους στη γλώσσα Ταγκαλόγκ σημαίνει ορεσίβιος. Από σωματική άποψη, παρουσιάζουν τον κλασικό ινδονησιακό σωματότυπο, αν και έχουν μέσο ή και χαμηλό ανάστημα.… … Dictionary of Greek
πρωτογόνους — πρωτόγονος first born masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτόγονε — πρωτόγονος first born masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτόγονοι — πρωτόγονος first born masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Φάνης — I Ονομασία του Δημιουργού Έρωτα στην Ορφική θεογονία. Ήταν ένας πρωτόγονος θεός που ξεπήδησε από το αβγό του κόσμου, το οποίο γέννησε η Νυξ. Στις Ορφικές Ραψωδίες, που διασώθηκαν από τον Ιερώνυμο και τον Ελλάνικο, ο Χρόνος αναφέρεται ως αιτία των … Dictionary of Greek