-
1 πρωράζω
πρωράζω, ein πρωράτης sein (?); Hesych. erkl. πρωράσαντες durch κροτήσαντες.
См. также в других словарях:
πρῳράσαντες — πρῳράζω aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 πρωράζω
πρωράζω, ein πρωράτης sein (?); Hesych. erkl. πρωράσαντες durch κροτήσαντες.
πρῳράσαντες — πρῳράζω aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)