-
1 πρωράζω
πρωράζω, ein πρωράτης sein (?); Hesych. erkl. πρωράσαντες durch κροτήσαντες.
-
2 πρωράζω
См. также в других словарях:
πρωράζω — Α [πρῷρα] (κατά τον Ησύχ.) μτφ. «κροτῶ» … Dictionary of Greek
πρῳράσαντες — πρῳράζω aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωιράσατ' — πρωιράσατε , πρῳράζω aor imperat act 2nd pl πρωιράσατο , πρῳράζω aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) πρωιράσατε , πρῳράζω aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρῳρᾶται — πρῳράτης masc nom/voc pl πρῳράζω fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)