-
1 πρυμν-οῦχος
πρυμν-οῦχος, das Schiffshintertheil innehabend, festhaltend; Αὖλις, Eur. El. 1022; κάλοι, M. Arg. 31 (VII, 374).
-
2 πρυμν-ώρεια
πρυμν-ώρεια, ἡ, der äußerste oder unterste Theil des Berges; ἐν πρυμνωρείῃ πολυπίδακος Ἴδης, Il. 14, 307, Schol. τὰ ἔσχατα καὶ κατώτατα τῶν ὀρῶν; vgl. Pisander bei St. B. v. Νιφάτης.
-
3 πρύμνηθεν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρύμνηθεν
-
4 πρύμνα
πρύμν-ᾰ, acc.A- ᾰν Th.1.50
, al., PCair.Zen.54.8 (iii B.C.); [dialect] Ion. and [dialect] Ep. [full] πρύμνη (also in S.Ph. 482, Ar.V. 399 (anap.); both forms in Phryn.PSp.114 B.): ἡ:—prop. fem. of πρυμνός (sc. ναῦς), stern, poop, in Hom. mostly πρύμνη νηῦς in full, νηῒ πάρα πρύμνῃ, νηὸς ἄπο πρύμνης, Il.7.383, al., 15.435;ἐπὶ πρύμνῃ.. νηΐ 11.600
; νηῒ ἐνὶ π. Od.2.417: pl.,νηυσὶν ἔπι πρύμνῃσι Il.12.403
;ἐπὶ π. νέεσσι 13.333
; ἐπὶ πρύμνῃσιν ( ναῦφι going before) 8.475; but also τῆς (sc. νηός)πρύμνη Od.13.84
, cf. Pl.Phd. 58a, 58c; π. alone, Il.1.409, al.:—Phrases:πρύμνην ἀνακρούεσθαι Hdt.8.84
; also metaph. of a man, Ar.l.c.; χωρεῖν πρύμναν retire, draw back, E.Andr. 1120; ἐπείγει κατὰ πρύμναν, of a fair wind, S.Ph. 1451 (anap.);κατὰ π. ἵσταται τὸ πνεῦμα Th.2.97
; ἄγειν ἑαυτὴν ἐκ πρύμνης, metaph. of the soul, Dam.Pr. 400.—Ships were generally drawn up on land by the stern, [νῆας] πεδίονδε εἴρυσαν, αὐτὰρ τεῖχος ἐπὶ πρύμνῃσιν ἔδειμαν Il.14.32
; ;πρύμνας λῦσαι E.Hec. 539
.2 metaph., π. πόλεος the Acropolis, A.Supp. 345; also of the vessel of the State, Id.Th.2, 760 (lyr.); so ἐκ πρύμνης φρενός, prob. in Id.Supp. 989. -
5 πρύμναδε
πρύμν-ᾰδε, Adv.A towards the stern, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρύμναδε
-
6 πρυμναῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρυμναῖος
-
7 πρυμνήσιος
II mostly neut. pl. πρυμνήσια (sc. δεσμά), stern-cables,κατὰ.. π. ἔδησαν Il.1.436
;ἀνάψαι Od.9.137
;ἀνά.. π. λῦσαι 9.178
, cf. 2.418, al.: metaph.,ἐν σοὶ τἀμὰ βίου πρυμνήσι' ἀνῆπται AP12.159
(Mel.), cf. PMag.Berol.1.346.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρυμνήσιος
-
8 πρυμνήτης
A steersman: metaph., χώρας τῆσδε π. ἄναξ ' the pilot' of the State, A.Eu.16; ἄνδρα.. π. χθονός ib. 765.II as masc. Adj.,= foreg.,π. κάλως E.Med. 770
.2 of a fair wind, v.l. for ἀργέστης, A.R.4.1628.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρυμνήτης
-
9 πρυμνητικός
Aπρυμνήσιος, ἄφλαστα Callix.1
.II -κή, ἡ, poop-awning, PCair. Zen.54.4,19 (iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρυμνητικός
-
10 πρυμνόθεν
πρυμν-όθεν, Adv.A = πρύμνηθεν, A.R.4.911, Arat. 343, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρυμνόθεν
-
11 πρυμνόν
πρυμν-όν, τό,A lower part, end,π. θέναρος Il.5.339
: pl., πρυμνοῖς ἀγορᾶς ἔπι at the far end of the agora, Pi.P. 5.93.—Prop.neut. of sq.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρυμνόν
-
12 πρυμνός
A hindmost, undermost, end-most, π. βραχίων the end of the arm (where it joins the shoulder), Il.13.532, 16.323; π. γλῶσσα, κέρα, σκέλος, ὦμος, the end of the [limb] next the body, 5.292, 13.705, 16.314, Od.17.504; ὕλην π. ἐκτάμνειν cut off at the root, Il.12.149; δόρυ π. the lowest part of a spear-head (where it joins the shaft), 17.618; [λᾶας] πρυμνὸς παχύς broad at base, opp. ὕπερθεν ὀξύς, 12.446; πέτραι τε [πρ] υμναί broad-based rocks, prob. in E.Antiop.p.21 A.: [comp] Sup.πρυμνότατος Od.17.463
; cf. πρύμνα, πρυμνόν; Hsch. has πρυμνός· κάτωθεν βαρύς, ἢ πλοῦτος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρυμνός
-
13 πρυμνοῦχος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρυμνοῦχος
-
14 πρυμνώρεια
A lower slope, foot of a mountain, Il.14.307, Pisand.Larandensis ap. St.Byz. s.v. Νιφάτης.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρυμνώρεια
-
15 πρυμνωρείη
πρυμν-ωρείη ( ὄρος): foot of a mountain, Il. 14.307†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πρυμνωρείη
-
16 πρυμνοῦχος
πρυμν-οῦχος, das Schiffshinterteil innehabend, festhaltend -
17 πρυμνώρεια
πρυμν-ώρεια, ἡ, der äußerste oder unterste Teil des Berges -
18 πρυμνός
Grammatical information: adj.Meaning: `utmost, hindmost, undermost', of the bodypart that is closest to the trunk v. t.; of the undermost part of a tree, a rock etc. (ep. poet. Il.).Compounds: As 2. member e.g. in πρυμν-ώρεια f. `lower part, foot of a mountain (Ξ 307), from *πρυμν-ώρης (Solmsen Wortforsch. 249, Risch Mus. Helv. 2, 18). From there with accentshift πρύμνη, second. - νᾰ f. `hindmost part of a ship, stern' (IA. Il.; Hom. mostly attributive πρύμνη νηῦς); compp. e.g. πρυμν-οῦχος `holding the stern' (E., AP), ὑψί-πρυμνος `with high stern' (Str.).Derivatives: 1. πρυμν-όθεν `from the lower end, from the bottom' (A.), also (hell. poet.) = πρύμν-ηθεν, Dor. -ᾱθεν `from the stern' (Il.); 2. - ήτης m. `steersman', as adj. `standing on the stern' (A., E.) with - ητικός (Callix., pap.), - ήσιος (E.) `id.', τὰ -ήσια n. pl. `stern-cables' (Hom., AP); prob. to πρύμνη analog. built (Chantraine Form. 42, Schwyzer 466 w. lit.); 3. - αῖος `id.' (A. R.); 4. - εύς m. PN (θ 112, Nonn.; Bosshardt 121).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Uncertain. -- Often connected with πρό, with υ for ο as in διαπρύσιος a.o.; s.v. and Forssman KZ 79, 11 ff. w. extensive treatment; semant. not quite convincing, as πρυμνός indicates not the most foward or the uppermost, but the hindmost and lowest part. Diff. Schwyzer KZ 63, 59 f.: πρύμνη from *πύμνη to πύματος after πρῳ̃ρα, with πρυμνός as innovation; grave opjections by Forssman l.c. After Bechtel Lex. s.v. (with Curtius 715) however to πρέμνον; semant. better, but only as Pre-Greek (s.v.). Against the often defended connection with OCS krъma `back part of a ship' (lastly Thieme Die Heimat d. idg. Gemeinspr. 30) s. Vasmer Wb. s. kormá. The μν-suffix is also found in the close Skt. ni-mná- n. `lowering, depth', adj. `lying deep'. -- On πρόμνος and προμνηστῖνοι, by Forssman l.c. connected with πρυμνός, s. πρόμος and s.v. -- By Furnée 65 connected with πρέμνον, with Pre-Greek ε\/υ (n. 270); in any case πρυμνός may well be Pre-Greek..Page in Frisk: 2,606Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πρυμνός
-
19 πρυμνουχος
-
20 πρυμνωρεια
См. также в других словарях:
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek
ευρωπαίος — α, ο (ΑΜ εὐρωπαῑος, α, ον, Α και εὐρώπειος, η, ον (θηλ. και εὐρωπίς, ίδος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ήπειρο Ευρώπη 2. (ως κύρ. όν. Ευρωπαίος, α κάτοικος τής Ευρώπης νεοελλ. αυτός που έχει συμπεριφορά ή νοοτροπία πολιτισμένου,… … Dictionary of Greek
κομήτης — Ιδιόμορφο αστρικό σώμα, νεφελώδους σύστασης και απροσδιόριστων διαστάσεων. Οι κ. εμφανίζονται στον ουρανό ως λαμπροί αστέρες, ακολουθούμενοι από μια πολύ μακριά φωτεινή προέκταση. Στους κ. διακρίνονται συνήθως τρία χαρακτηριστικά μέρη: ο πυρήνας … Dictionary of Greek
οιακηδόν — οἰακηδόν (Α) επίρρ. σαν τον οίακα, με τον τρόπο τού οίακα, σαν τιμόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ, ακος «τιμόνι» + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. πρυμν ηδόν)] … Dictionary of Greek
πρωράτης — ο / πρῳράτης, ΝΑ, και ιων. τ. πρῳρήτης Α νεοελλ. ναυτ. άνδρας τού πληρώματος ενός πλοίου ο οποίος εκτελεί υπηρεσία στο πρωραίο μέρος τού σκάφους αρχ. 1. ο πρωρεύς 2. αρχηγός, διοικητής («πρωράτης στρατοῡ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῷρα + επίθημα… … Dictionary of Greek
πρώρα — η, ΝΜΑ, και πλώρη Ν, και επικ. και ιων. τ. πρῴρη και πρῷρα και ποιητ. τ. πρώϊρα και άχρηστος ασυναίρ. τ. στον Ηρωδιανό πρώειρα και πρώρρα Α το πρόσθιο σφηνοειδές άκρο τού πλοίου, το προορισμένο να διασχίζει το νερό νεοελλ. (κατ επέκτ.) το πρόσθιο … Dictionary of Greek