-
61 ἀμφίπρυμνος
ἀμφί-πρυμνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφίπρυμνος
-
62 ἑξάπρυμνος
ἑξά-πρυμνος, ον,A with six stems, i.e. ships, Lyc.1347.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑξάπρυμνος
-
63 ὀρθόπρυμνος
ὀρθό-πρυμνος, ον,A with upright stern, Hsch. s.v. ὀρθοκραιράων.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρθόπρυμνος
-
64 ὑψίπρυμνος
ὑψῐ-πρυμνος, ον,A with high stern, Str.4.4.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψίπρυμνος
-
65 ὦμος
ὦμος, ὁ: (v. sub fin.):—A the shoulder with the upper arm ( ὠλένη being the lower),ξίφεϊ κληῗδα παρ' ὦμον πλῆξ', ἀπὸ δ' αὐχένος ὦμον ἐέργαθεν ἠδ' ἀπὸ νώτου Il.5.146
, cf. 8.325, Hdt.4.62; ;τεύχε' ἀπ' ὤμων συλήσειν 15.544
; ὦμος ς ριβαρός, ὦμοι ἴφθιμοι, 5.400, 18.204;εὐρέες 3.210
;κυρτώ 2.217
;ἀμφ' ὤμοισιν ἔχει σάκος 11.527
, cf. S.Fr. 453;ἐπ' ὤμου.. φέρειν Od.10.170
, cf. Isoc.19.39;ἀρεῖτ' ἐπ' ὤμου Herod.3.61
; κατ' ὤμου δεῖρον ib.3;ἐπ' ὤμων πατέρ' ἔχων S.Fr. 373
; ;ὤμοισι φόρησεν Il.19.11
;ἑλὼν.. σάκος ὤμῳ 15.474
; ὤμῳ or ὤμοισιν ἔχειν, 14.376, 1.45, al.; ὤμοις or ἐπ' ὤμοις φέρειν, S.Fr. 454, Tr564;ἔχειν ἀνὰ φαιδίμῳ ὤμῳ Od.11.128
, 23.275;λαβὼν.. ὦμον εἰς ἀριστερόν E.IT 1381
;ἐπ' ὤμοις θεῖναι Id.Ba. 755
;κίον' οὐρανοῦ.. ὤμοις ἐρείδων A.Pr. 350
; ὤμοισι τοῖσι ἐμοῖσι 'by the strength of mine arms', Hdt.2.106; ἀποστρέψαι τὸν ὦ. to dislocate it, Ar.Eq. 263 (troch.);ὁ δ' ὦμος.. πιέζεται Id.Ra.30
;τὸν ὦμον θλίβομαι Id.Fr. 323
: pl. for sg., .b the shoulder is sts. more exactly specified as πρυμνότατος or πρυμνὸς ὦμος, Od.17.462, 504;νείατος ὦ. Il.15.341
, 17.310; sts. opp. χείρ (the arm),χεῖρες ὤμων.. ἐπαΐσσονται 23.628
; ; τοὺς ὤμους ἀποταμόντες σὺν τῇσι χερσί (arms) Hdt.4.62;ἀποταμόντα ἐν τῷ ὤμῳ τὴν χεῖρα Id.2.121
.έ, cf. E.Ba. 1127, Arist.HA 493b26.2 also of animals. as of a horse, Il.6.510, 15.267, X.Eq.8.6; of a lion, Hes.Sc. 430; of a dog, X.Cyn.4.1; of crabs, Batr.296; of birds, Plu.2.983b; of ants, Gp.13.10.14.3 the shoulder, in a dress,ἐπὶ τῶν ὤμων τῆς ἐπωμίδος LXX Ex.28.12
, cf. 25(29);ἐπὶ τῷ ὤμῳ τοῦ χιτῶνος ὑποθέντες Aen.Tact.31.23
codd. ( ἐπὶ τῇ ᾤᾳ cj. Haupt).II metaph. of the parts below the top or head of any thing, esp. of the fork of a vine (cf. ὠμοχάραξ), Gp.4.12.4; of the womb, Heroph. ap. Gal.4.596, cf. Ruf.Onom. 195. (Cf. Lat. umerus (fr. *omesos), Goth. ams (stem amsa-), Skt. áṃsas, also [dialect] Aeol. ἐπ-ομμάδιος, and (non-Greek)ἀμέσω Hsch.
) -
66 βραχίων
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > βραχίων
-
67 εὔπρυμνος
εὔ - πρυμνος ( πρυμνή): of ships, with well - built or decorated sterns, Il. 4.248†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εὔπρυμνος
-
68 πρύμνη
πρύμνη: stern of a ship; for πρυμνὴ νηύς, see πρυμνός.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πρύμνη
-
69 ἀμφίπρυμνος
ἀμφί-πρυμνος, ein Schiff, das an beiden Seiten Hinterteile, d. i. Steuer hat -
70 βραχίων
βραχίων, der Arm; πρυμνὸς βραχίων, der Teil des Arms, welcher der Schulter zunächst ist; auch von Tieren, = die Schulter -
71 δίπρυμνος
δί-πρυμνος, ναῠς, ein Schiff mit zweifachem Hinterteil -
72 ἑξάπρυμνος
ἑξά-πρυμνος, mit sechs Schiffshinterteilen, d. i. mit sechs Schiffen -
73 εὔπρυμνος,
εὔ-πρυμνος, u. εὐ-πρυμνής, ές, mit schönem Hinterteil, wohlverziertem Spiegel -
74 εὐπρυμνής
εὔ-πρυμνος, u. εὐ-πρυμνής, ές, mit schönem Hinterteil, wohlverziertem Spiegel -
75 καμπυλόπρυμνος
-
76 ὀρθόπρυμνος
ὀρθό-πρυμνος, mit geradem, emporgerichtetem Hinterteile -
77 παλιμπρυμνηδόν,
παλιμ-πρυμνηδόν, u. παλίμ-πρυμνος, u. παλιμ-πῡγηδόν, rückwärts -
78 παλίμπρυμνος,
παλιμ-πρυμνηδόν, u. παλίμ-πρυμνος, u. παλιμ-πῡγηδόν, rückwärts -
79 παλιμπῡγηδόν
παλιμ-πρυμνηδόν, u. παλίμ-πρυμνος, u. παλιμ-πῡγηδόν, rückwärts -
80 ὑψίπρυμνος
См. также в других словарях:
πρυμνός — hindmost masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυμνός — ή, όν, Α (επικ. τ.) 1. έσχατος, τελευταίος («πρυμνὸς βραχίων» το έσχατο τμήμα τού βραχίονα το οποίο συνδέεται με τον ώμο, Ομ. Ιλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «πρυμνός κάτωθεν βαρὺς ἤ πλοῡτος» 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρυμνόν το κατώτατο τμήμα, το άκρο.… … Dictionary of Greek
πρυμνότατον — πρυμνός hindmost masc acc superl sg (epic) πρυμνός hindmost neut nom/voc/acc superl sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυμνῆς — πρυμνός hindmost fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυμνῇ — πρυμνός hindmost fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυμνῇσι — πρυμνός hindmost fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυμνῇσιν — πρυμνός hindmost fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυμνή — πρυμνός hindmost fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυμνήν — πρυμνός hindmost fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλόπρυμνος — καλόπρυμνος, ον (Α) (σχόλ.) (για πλοίο) αυτός που έχει καλή, ωραία πρύμνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + πρυμνος (< πρύμνη), πρβλ. καμπυλό πρυμνος, ορθό πρυμνος] … Dictionary of Greek
καμπυλόπρυμνος — η, ο (Α καμπυλόπρυμνος, ον) αυτός που έχει καμπύλη πρύμνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + πρυμνος (< πρύμνη), πρβλ. ευρύ πρυμνος, ορθό πρυμνος] … Dictionary of Greek