-
1 πρυμνος
3(f тж. πρύμνη) крайнийπ. βραχίων Hom. — верхний (плечевой) край руки;
πρυμνέ γλῶσσα Hom. — основание (корень) языка;δόρυ πρυμνόν Hom. — конец копья;λᾶας π. παχύς Hom. — утолщенный у основания камень;πρύμνη νηῦς Hom. — корабельная корма;πρυμνέν ὕλην ἐκτάμνειν Hom. — рубить лес у основания;πρύμναι Ὄσσας νάπαι Eur. — рощи на вершинах Оссы -
2 αμφιπρυμνος
-
3 βραχιων
-
4 ευπρυμνος
-
5 χρυσοπρυμνος
См. также в других словарях:
πρυμνός — hindmost masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυμνός — ή, όν, Α (επικ. τ.) 1. έσχατος, τελευταίος («πρυμνὸς βραχίων» το έσχατο τμήμα τού βραχίονα το οποίο συνδέεται με τον ώμο, Ομ. Ιλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «πρυμνός κάτωθεν βαρὺς ἤ πλοῡτος» 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρυμνόν το κατώτατο τμήμα, το άκρο.… … Dictionary of Greek
πρυμνότατον — πρυμνός hindmost masc acc superl sg (epic) πρυμνός hindmost neut nom/voc/acc superl sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυμνῆς — πρυμνός hindmost fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυμνῇ — πρυμνός hindmost fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυμνῇσι — πρυμνός hindmost fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυμνῇσιν — πρυμνός hindmost fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυμνή — πρυμνός hindmost fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυμνήν — πρυμνός hindmost fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλόπρυμνος — καλόπρυμνος, ον (Α) (σχόλ.) (για πλοίο) αυτός που έχει καλή, ωραία πρύμνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + πρυμνος (< πρύμνη), πρβλ. καμπυλό πρυμνος, ορθό πρυμνος] … Dictionary of Greek
καμπυλόπρυμνος — η, ο (Α καμπυλόπρυμνος, ον) αυτός που έχει καμπύλη πρύμνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + πρυμνος (< πρύμνη), πρβλ. ευρύ πρυμνος, ορθό πρυμνος] … Dictionary of Greek