-
1 κυρτώ
-
2 κυρτῷ
-
3 κύρτω
-
4 κύρτῳ
-
5 κυρτώ
κυρτόςbulging: masc /neut nom /voc /acc dual -
6 κυρτός
κυρτός, gekrümmt, gebogen, gewölbt; κῦμα κυρτὸν ἐὸν κορυφοῠται Il. 4, 426, vgl. 13, 799; Ath. XI, 474 a; τὼ δέ οἱ ὤμω κυρτὼ ἐπὶ στῆϑος συνοχωκότε, zwei gerundete, krumme Schultern, vom Buckligen, Il. 2, 217; vgl. Nicarch. 28 (XI, 120); κάμηλος Babr. 40, 2; – τροχός, das Rad, Eur. Bacch. 1064 u. Sp., wie Pol. 6, 23, 2. – Das Convexe, dem Concaven, κοῖλον, entgegengesetzt, Arist. eth. 1, 13 u. öfter Plut. – Κυρτὰ κύπελλα, weite, große Becher, Anacr. 48, 22.
-
7 κυρτος
I.31) выгнутый, вздувшийся(κῦμα Hom.)
2) искривленный, кривой(τὼ ὤμω κυρτώ, sc. τοῦ Θερσίτου Hom.)
3) горбатый(κάμηλος Babr.)
4) согнутый в круг, закругленный(τροχός Eur.)
5) выпуклый(ἥ γῆ, ἥ γραμμή Arst.)
6) раздутый, пузатый(κύπελλα Anacr.)
II.ὅ1) верша(κύρτοι καὴ δίκτυα Plat.)
2) клетка(φυλάττειν ἐν τοῖς κύρτοις Arst.; ψιττακὸς ἀφεὴς κύρτον Anth.)
-
8 искривлять
искрив||лятьнесов1. καμπυλω, καμπυλώνω, κυρτώνω, κυρτῶ·2. (лицо, губы) στραβώνω (με*.), συσπώ, διαστρεβλώνω. -
9 подгибать
подгиба́||тьнесов κυρτῶ, λυγίζω, γυρίζω:\подгибать одеяло γυρίζω τήν ἄκρη τοῦ παπλώματος. -
10 κυρτός
A bulging, swelling,κῦμα Il.4.426
;κύματα κυρτὰ φαληριόωντα 13.799
, cf. Sosicr.2;θάλασσα κυρτὸν ἐπαφρίζῃ Mosch.Fr.1.5
; τὼ δέ οἱ ὤμω κυρτώ humped, Il.2.218, cf. AP11.120;τὸ κ. τῶν ὤμων Jul. Or.6.201b
: hence, hunchbacked, PFay.121.15 (i/ii A.D.);βραχίων κ. πέφυκεν ἐς τὸ ἔξω μέρος Hp.Fract.8
;κ. τροχός E.Ba. 1066
;κυρτὴ κάμηλος Babr.40.2
;καρῖδες Ophel.1
: [comp] Comp.κυρτότερος Phlp. in Ph. 696.26
: [comp] Sup.κυρτότατοι φύλλον Thphr.HP3.10.5
. -
11 κύρτος
κύρτ-ος, ὁ,A = κύρτη 1, Sapph.120, Pl.Sph. 220c, POxy.520.20 (ii A.D.);τῷ τοῦ κ. πλέγματι Pl.Ti. 79d
; μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις weels that secure a lazy prey for men whether asleep or awake, Id.Lg. 823e (hence prov.εὕδοντι κ. αἱρεῖ Diogenian.4.65
), cf. Lib.Ep.86.1;κύρτῳ θηρεύουσι τοὺς ἰχθῦς Arist. HA 603a7
. -
12 ὦμος
ὦμος, ὁ: (v. sub fin.):—A the shoulder with the upper arm ( ὠλένη being the lower),ξίφεϊ κληῗδα παρ' ὦμον πλῆξ', ἀπὸ δ' αὐχένος ὦμον ἐέργαθεν ἠδ' ἀπὸ νώτου Il.5.146
, cf. 8.325, Hdt.4.62; ;τεύχε' ἀπ' ὤμων συλήσειν 15.544
; ὦμος ς ριβαρός, ὦμοι ἴφθιμοι, 5.400, 18.204;εὐρέες 3.210
;κυρτώ 2.217
;ἀμφ' ὤμοισιν ἔχει σάκος 11.527
, cf. S.Fr. 453;ἐπ' ὤμου.. φέρειν Od.10.170
, cf. Isoc.19.39;ἀρεῖτ' ἐπ' ὤμου Herod.3.61
; κατ' ὤμου δεῖρον ib.3;ἐπ' ὤμων πατέρ' ἔχων S.Fr. 373
; ;ὤμοισι φόρησεν Il.19.11
;ἑλὼν.. σάκος ὤμῳ 15.474
; ὤμῳ or ὤμοισιν ἔχειν, 14.376, 1.45, al.; ὤμοις or ἐπ' ὤμοις φέρειν, S.Fr. 454, Tr564;ἔχειν ἀνὰ φαιδίμῳ ὤμῳ Od.11.128
, 23.275;λαβὼν.. ὦμον εἰς ἀριστερόν E.IT 1381
;ἐπ' ὤμοις θεῖναι Id.Ba. 755
;κίον' οὐρανοῦ.. ὤμοις ἐρείδων A.Pr. 350
; ὤμοισι τοῖσι ἐμοῖσι 'by the strength of mine arms', Hdt.2.106; ἀποστρέψαι τὸν ὦ. to dislocate it, Ar.Eq. 263 (troch.);ὁ δ' ὦμος.. πιέζεται Id.Ra.30
;τὸν ὦμον θλίβομαι Id.Fr. 323
: pl. for sg., .b the shoulder is sts. more exactly specified as πρυμνότατος or πρυμνὸς ὦμος, Od.17.462, 504;νείατος ὦ. Il.15.341
, 17.310; sts. opp. χείρ (the arm),χεῖρες ὤμων.. ἐπαΐσσονται 23.628
; ; τοὺς ὤμους ἀποταμόντες σὺν τῇσι χερσί (arms) Hdt.4.62;ἀποταμόντα ἐν τῷ ὤμῳ τὴν χεῖρα Id.2.121
.έ, cf. E.Ba. 1127, Arist.HA 493b26.2 also of animals. as of a horse, Il.6.510, 15.267, X.Eq.8.6; of a lion, Hes.Sc. 430; of a dog, X.Cyn.4.1; of crabs, Batr.296; of birds, Plu.2.983b; of ants, Gp.13.10.14.3 the shoulder, in a dress,ἐπὶ τῶν ὤμων τῆς ἐπωμίδος LXX Ex.28.12
, cf. 25(29);ἐπὶ τῷ ὤμῳ τοῦ χιτῶνος ὑποθέντες Aen.Tact.31.23
codd. ( ἐπὶ τῇ ᾤᾳ cj. Haupt).II metaph. of the parts below the top or head of any thing, esp. of the fork of a vine (cf. ὠμοχάραξ), Gp.4.12.4; of the womb, Heroph. ap. Gal.4.596, cf. Ruf.Onom. 195. (Cf. Lat. umerus (fr. *omesos), Goth. ams (stem amsa-), Skt. áṃsas, also [dialect] Aeol. ἐπ-ομμάδιος, and (non-Greek)ἀμέσω Hsch.
) -
13 κυρτός
κυρτός, gekrümmt, gebogen, gewölbt; τὼ δέ οἱ ὤμω κυρτὼ ἐπὶ στῆϑος συνοχωκότε, zwei gerundete, krumme Schultern, vom Buckligen; τροχός, das Rad. Das Convexe, dem Concaven, κοῖλον, entgegengesetzt. Κυρτὰ κύπελλα, weite, große Becher
См. также в других словарях:
κυρτώ — κυρτῶ, όω (AM) βλ. κυρτώνω … Dictionary of Greek
κυρτῷ — κυρτός bulging masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρτώ — κυρτός bulging masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύρτῳ — κύρτος weels masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρτός — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… … Dictionary of Greek
THERSITES — Graecorum omnium foedissimus, idemque ignavissimus, quem Achilles sibi procaciter convitiantem pugni ictu interfecit. Huius insignis deformitas ab Homer. l. 2. Il. γραφικῶς expressa, effecit, ut cum hominem vehementer foedum significare volumus,… … Hofmann J. Lexicon universale
κατακυρτώ — κατακυρτῶ, όω (Α) λυγίζω πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κυρτῶ «λυγίζω, κυρτώνω» (< κυρτός)] … Dictionary of Greek
κυλημοκυτρώ — κυλημοκυτρῶ (Μ) κάνω κωλοτούμπες, κουτρουβαλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλημα (< κυλῶ) + κυτρῶ (< κυρτῶ με μετάθεση)] … Dictionary of Greek
κυρτίζω — (Α) κυρτώνω, καμπυλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ρ. κυρτῶ, κατά τα σε ίζω] … Dictionary of Greek
κυρτωτός — κυρτωτός, ή, όν (Α) [κυρτώ] καμπουριαστός, καμπούρης … Dictionary of Greek
κυρτώνω — (AM κυρτῶ, όω) [κυρτός] 1. κάμπτω κάτι ώσπου να σχηματίσει τόξο, λυγίζω, καμπυλώνω («κυρτῶν τε νῶτα κεἰς κέρας παρεμβλέπων», Ευρ.) 2. είμαι ή γίνομαι καμπούρης, καμπουριάζω νεοελλ. κάνω κάτι καμπύλο προς τα έξω, ανακυρτώνω μσν. (η μτχ. παθ.… … Dictionary of Greek