-
1 πρυμνητής
-
2 πρυμνητης
-
3 πρυμνήτης
πρυμνήτηςsteersman: masc nom sg -
4 πρυμνητής
πρυμνητής, ὁ, der Steuermann (der auf dem Hinterteile des Schiffes seinen Platz hat); übertr. vom Herrscher, vom Winde -
5 πρυμνήτης
A steersman: metaph., χώρας τῆσδε π. ἄναξ ' the pilot' of the State, A.Eu.16; ἄνδρα.. π. χθονός ib. 765.II as masc. Adj.,= foreg.,π. κάλως E.Med. 770
.2 of a fair wind, v.l. for ἀργέστης, A.R.4.1628.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρυμνήτης
-
6 πρυμνήτην
πρυμνήτηςsteersman: masc acc sg (attic epic ionic) -
7 πρυμνησιος
-
8 πρωράτης
πρωράτης, ὁ, der Untersteuermann, der seinen Platz auf dem Vordertheile des Schiffes hatte, im Ggstz von πρυμνητής, Xen. Ath. 1, 2; auch στρατοῠ, Soph. frg. 470 bei Suid., wo πρωρατής geschrieben ist. Nach Plut. Agesil. 15 τὰ ἔμπροσϑεν προορώμενος τοῠ κ υβερνήτου ἀφορᾷ πρὸς ἐκεῖνον καὶ τὸ προςταττόμενον ὑπ' ἐκείνου ποιεῖ.
-
9 κάλως
κάλως, ω, ὁ, ion. u. ep. κάλος, Tau, Schiffs-, Segeltau; Od. 5, 260 ἐν δ' ὑπέρας τε κάλους τε πόδας τ' ἐνέδησεν, »die Taue zum Aufziehen u. Niederlassen der Segel« erkl.; Her. οἱ κάλοι τοῦ ἱστίου 2, 36 u. öfter; ϑύρη κάλῳ δεδεμένη 2, 96; πρυμνήτης κάλως Eur. Med. 770; κάλως ἐξιέναι, die Segel aufspannen, Troa. 94; ἀπὸ κάλω καὶ ϑρανίου κρεμάσαντι σαυτόν Ar. Ran. 121; übh. Strick, τοῖσιν κάλῳς Paz 450, mit der v. l. κάλοις; Epicrat. Ath. XI, 782 f; Thuc. 4, 25 παραπλεόντων ἀπὸ κάλω ἐς τὴν Μεσσήνην, nach Schol. u. Poll. 1, 113 ( ἐκ κάλων ἕλκοντες τὰς ναῦς) = am Lande entlang das Schiff mit der Leine ziehen, statt zu rudern oder zu segeln; vgl. App. Mithr. 78; sprichwörtlich πάντα κάλων κινεῖν, alle Kräfte anspannen, alle Mittel in Bewegung setzen, Luc. Scyth. 11; πάντας ἔσεισε κάλως, spannte alle Segel auf, Crinag. 15 (IX, 545); so zu fassen νῠν δή σε πάντα δεῖ κάλων ἐξιέναι Ar. Equ. 753 (wo der Schol. es vom Auswerfen der σχοινία σὺν ταῖς ἀγκύραις ἐπὶ ϑάλασσαν im Sturme ableitet) u. Eur. Herc. Fur. 278 ἐχϑροὶ γὰρ ἐξιᾶσι πάντα δὴ κάλων; πάντα κάλων ἐκτείνειν Plat. Prot. 338 a; τὸ λεγόμενόν γε πάντα κάλων ἐφέντες Sis. 389 c. – Im plur. finden sich Formen nach der dritten Deklination, κάλωες Orph. Arg. 621 Ap. Rh. 2, 725, κάλωσι Orph. Arg. 237, κάλωας 253 Opp. Hal. 5, 223.
-
10 πρυμνήταο
πρυμνήτᾱο, πρυμνήτηςsteersman: masc gen sg (epic doric) -
11 κάλως
κάλως [pron. full] [ᾰ], ὁ, gen. κάλω, acc. κάλων: [dialect] Ep. and [dialect] Ion. [full] κάλος, ου, ὁ, Od.5.260, Hdt.2.36, also Aen.Tact.11.6; [dialect] Att. Inscrr. have nom. dualAκάλω IG12.330.19
, nom. (and acc.?) pl. κάλως ib.22.1610.13, 1611.57, 1612.68: as nom.sg.(?) ib.1673.18; late [dialect] Ep.nom. pl.κάλωες A.R.2.725
; acc. , Opp.H.2.223; dat. :—reefing rope, reef, Od. l.c.;τῶν ἱστίων τοὺς κάλους Hdt.2.36
, cf. Aen.Tact.l.c.; κάλως ἐξῑέναι let out the reefs, i.e. set sail, ; ἐχθροὶ γὰρ ἐξιᾶσι πάντα δὴ κάλων are letting out every reef, i.e. using every effort, Id.Med. 278, cf. Ar.Eq. 756 (and Sch. adloc.);τοὺς κάλως ἔκλυε καὶ Χάλα πόδα Epicr. 10.5
;πάνγας ἔσεισε κάλους AP9.545
(Crin.); φόνιον ἐξίει κάλων let murder loose, E.HF 837;πάντα κάλων ἐκτείναντα Pl.Prt. 338a
; ;κινεῖν Luc.Scyth.11
;γαστρὶ πάντας ἐπιτρωπῶσι κάλωας Opp.H.2.223
;κάλων τείνας οὔριον εὐφροσυνᾶν IG14.793.8
([place name] Naples).II generally, rope, line, κάλον (v.l. -ων) κατεῖναι let down a sounding-line, Hdt.2.28; ἀπὸ κάλω παραπλεῖν to be towed along shore, Th.4.25; cable, Hdt.2.96; πρυμνήτης κ. E.Med. 770; οἱ ἐπὶ τῶν κ. βαίνοντες tight- rope walkers, Luc.Rh.Pr.9. -
12 πρῳράτης
Aπ. στρατοῦ S.Fr.524.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρῳράτης
-
13 πρῳ̃ρα
πρῳ̃ραGrammatical information: f.Compounds: Often as 2. member, e.g. κυανό-πρῳρος `dark-bowed' (Hom., B.), - πρῴρειος (γ 299, enlargement at verse-end; Risch $ 48 d), -πρώϊρα f. (Simon.241; explanation uncertain, cf. bel.).Derivatives: πρῴρ-ᾱθε(ν), - ηθε(ν) `from the bow, at the bow' (Pi., Th.); - εύς m. `second-steerman' (X., D., Arist.), also PN (θ 113; Bosshardt 55 a. 121); - άτης m. `id.' (S., X.: πρυμνήτης, κυβερνήτης; Fraenkel Nom. ag. 2, 206) with - ατικός `concerning the prow' (pap., Poll.), - ατεύω `to be second-steerman' (Att., hell.); - ήσια pl. n. `uppermost points on starbord' (EM: πρυμνήσια); ptc. aor. πρῳ ράσαντες κροτήσαντες. ἡ δε μεταφορὰ ἀπὸ τῶν νεῶν καὶ τῆς εἰρεσίας H., cf. Men. Sikyon. 421 Kassel.Origin: IE [Indo-European] [813?] *prō (or *pr̥h₃-)u̯(e)r-i̯h₂ `forepart of a ship'Etymology: As old ι̯α-deriv. πρῳ̃ρα can be contracted from *πρώϜαρ-ι̯α or *πρώϜερ-ι̯α; cf. on the one hand πίειρα, πέπειρα, on the other χίμαιρα, γέραιρα a.o. Whether in κυανο-πρώϊραν (Simon. 241) an old uncontracted form *πρώειραν is preserved (Hdn. 2, 410), is unclear. The besides to be posited masc. *πρώϜων (cf. πίων, πέπων) can be found in πρών (s.v.). With *πρώ-Ϝων could be equated except for the n-stem Skt. pū́r-va- `the foremost, earlier', Toch. B pär-we `first', OCS prъ-vъ `the first'; on ρω beside Skt. ūr Schwyzer 361 (diff. WP. 2, 38, where in its place the Germ. word for `lord, lady', e.g. Goth. frauja, OHG frouwa is adduced). Details (partly diff.) in Schulze Q. 486f., Bechtel Lex. s.v. πρῶιρα and πρώων, πρών, Hermann Gött. Nachr. 1943, 5. Finally to the great group of προ, s.v. -- Lat. LW [loanword] prōra, prōreta (from Ion. *πρῳρήτης); s. W.-Hofmann s.v.Page in Frisk: 2,608-609Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πρῳ̃ρα
См. также в других словарях:
πρυμνήτης — steersman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυμνήτης — ο, ΝΑ νεοελλ. 1. ναυτ. ναύτης τού πολεμικού ναυτικού που έχει υπηρεσία στην πλευρά τής πρύμνης 2. ως επίθ. (για άνεμο) αυτός που πνέει από το μέρος τής πρύμνης, ο ούριος αρχ. 1. κυβερνήτης ή πηδαλιούχος, τού οποίου η θέση ήταν στην πρύμνη, ο… … Dictionary of Greek
πρυμνήτην — πρυμνήτης steersman masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek
πρυμνήσιος — α, ο / πρυμνήσιος, ία, ον, ΝΑ 1. αυτός που βρίσκεται ή ανήκει στην πρύμνη, πρυμναίος («κάλως πρυμνησίοισι», Ευρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πρυμνήσια ναυτ. το σύνολο τών σχοινιών ή συρματόσχοινων, σήμερα, με τα οποία προσδένεται η πρύμνη… … Dictionary of Greek
πρυμνητικός — ή, ό / πρυμνητικός, ή, όν, ΝΑ [πρυμνήτης] πρυμνήσιος αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ πρυμνητική στέγαστρο, υπόστεγο τής πρύμνης χρήσιμο για την προστασία τών επιβατών … Dictionary of Greek
πρύμνη — και πρύμνα, η, ΝΜΑ, και πρύμη Ν 1. το πίσω μέρος τού πλοίου όπου βρίσκεται το πηδάλιο (α. «τρέμει στην πρύμνη η κόρη καθισμένη», Σολωμ. β. «ἐκ πρύμνης ῥίψαντες ἀγκύρας», ΚΔ) 2. (κατ επέκτ.) ολόκληρο το οπίσθιο τμήμα τού καταστρώματος 3. φρ. α)… … Dictionary of Greek
πρυμνήταο — πρυμνήτᾱο , πρυμνήτης steersman masc gen sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)